Posted on

Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας 2021 στον Αμπτουλραζάκ Γκούρνα

Άλλες Ζωές – Αμπντουλραζάκ Γκούρνα – Εκδόσεις Ψυχογιός

Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας 2021 στον Αμπτουλραζάκ Γκούρνα και άλλα τινά.

Αμπτουλραζάκ Γκούρνα. Γεννημένος στις 20 Δεκέμβρη του 1948 στη Ζανζιβάρη, έζησε δραματικές στιγμές και καταστάσεις από τα τρυφερά του χρόνια. Εκείνη την περίοδο η Ζανζιβάρη ήταν Σουλτανάτο. *
Σε ηλικία 18 ετών, την περίοδο της Επανάστασης της Ζανζιβάρης (σήμερα μέρος της Τανζανίας) αναγκάστηκε να φύγει από τη χώρα του για να γλιτώσει τους διωγμούς.* Βρήκε καταφύγιο στην Αγγλία και από το 1968 ζει και δημιουργεί εκεί, επιλέγοντας μάλιστα τα Αγγλικά ως τη γλώσσα στην οποία συγγράφει. (Η μητρική του γλώσσα είναι η Σουαχίλι).
Το διδακτορικό του στο Κεντ ασχολείται με την δυτικοαφρικανική μυθοπλασία. Δίδαξε στο Κεντ και συνταξιοδοτήθηκε από εκεί.

Το συγγραφικό του έργο, έχει ως κύριο θέμα το προσφυγικό που τον απασχολούσε ιδιαίτερα, μια που ο ίδιος το είχε ζήσει στο πετσί του όταν στην εφηβεία του ακόμα “δραπέτευσε” από μία χώρα που σπαράσσονταν από επιβολή κατοχής, φυλετικές εκκαθαρίσεις και εμφύλιο πόλεμο.
Με αυτό σαν κύριο χαρακτηριστικό στη θεματολογία και το συνολικό του έργο που προβάλει και αναδεικνύει το ζήτημα της προσφυγιάς, αλλά και για την “ασυμβίβαστη και συμπονετική διείσδυσή του στις επιπτώσεις της αποικιοκρατίας και της μοίρας των προσφύγων μεταξύ πολιτισμών και ηπείρων”, τιμήθηκε με βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας το 2021.

Abdulrazak Gurnah, Tanzanian, writer, novelist, academic, portrait, Modena, Italy, 6th April 2006. (Photo by Leonardo Cendamo/Getty Images)

Ο Γκούρνα δεν είχε μεταφραστεί ποτέ ως τώρα στα ελληνικά…
Αναρωτιόμαστε αν το προσφυγικό και η αποικιοκρατία (ως πρακτική), για κάποιο λόγο μας αφήνει αδιάφορους σαν λαό. Πιθανά, ακριβώς με τον ίδιο τρόπο που εκφράζουμε ρατσισμό, ελιτισμό, διάκριση και επιθετικότητα, επιλέγουμε να αξιολογούμε κάτι που θεωρούμε ότι δεν αφορά “εμάς”. Το πρόβλημα όμως έγκειται στο ποιοι επιλέγουν και ποιοι είμαστε εμείς.
Είναι πολύ αποκαρδιωτικό όταν ο κόσμος των γραμμάτων μιας χώρας σαν τη δική μας, λειτουργεί με λογικές απόλυτα οικονομίστικες, με το σύστημα αξιολόγησης πώλησης και κερδοφορίας ABC και ενώ κάποια ανάξια λόγου και σημασίας πονήματα σκαρφαλώνουν στις πληρωμένες λίστες ευπώλητων, κάποια βιβλία με αξιοσημείωτο βάρος, είτε δεν μεταφράζονται και δεν εκδίδονται ποτέ, ή παραμένουν στο απόλυτο σκοτάδι. Πρόκειται για σημάδι πολιτιστικής παρακμής.
Κάποτε, συζητώντας με έναν “μεγάλο” εκδότη, για έναν συγγραφέα που τότε ήταν ακόμα άγνωστος, του είπα πόσο καλός είναι, πόσο όμορφα χειρίζεται την ελληνική γλώσσα και πόσο αξιόλογο είναι το βιβλίο του και τον ρώτησα γιατί μέσα στις τόσες προωθητικές κινήσεις που κάνουν σαν εκδοτικός, δεν κάνουν και κάτι για τον συγκεκριμένο. Η απάντηση του εκδότη ήταν: ‘έλα μωρέ, δεν τον ξέρει ούτε η μάνα του’! Επειδή όμως κάποιες φορές η πραγματική αξία καταφέρνει να αναδυθεί, σήμερα τον συγκεκριμένο συγγραφέα δεν το ξέρει μόνο η μάνα του αλλά και πολύς άλλος κόσμος, τα αρκετά πλέον βιβλία του έχουν αποφέρει άφθονο χρήμα στον εκδότη, ενώ συγγραφέας και βιβλία πλέον παρουσιάζονται με περίσσια υπερηφάνεια στην επικοινωνιακή δραστηριότητα του ίδιου εκδοτικού που κάποτε τον αντιμετώπιζε αν όχι με χλευασμό, τουλάχιστον με αδιαφορία…

… Όταν το αδιάφορο γίνεται “mainstream” !

Έτσι λοιπόν, και μέχρι την απόκτηση του Νόμπελ, κανείς δεν είχε προφανώς ενδιαφερθεί να εκδώσει τον Αμπντουλραζάκ Γκούρνα στη γλώσσα μας (άλλωστε έχει γίνει και με άλλους, όπως η Τόκαρτσουκ, ο Γιάροσλαβ Σάιφερτ κ.α.). Όταν όμως ένας συγγραφέας φέρει και τη σφραγίδα εκτίμησης της Ακαδημίας (της ίδιας Ακαδημίας που το 2018 δεν απέδωσε το βραβείο διότι τα μέλη της επιτροπής αλληλομηνύονταν)** αξιολογείται διαφορετικά από τον εκδότη. Σημασία λοιπόν δεν έχει η αξία του συγγραφέα ή του έργου αλλά η υπεραξία που του αποδίδει η δημοσιότητα… Το περιφρονημένο και το περιφερειακό, γίνεται αξιόλογο. Το underground γίνεται mainstream (για να μας αντιληφθούν και οι οικονομολόγοι και επικοινωνιολόγοι που αποφασίζουν τι μας αρέσει ή τι θα μας αρέσει).

Με αυτή τη λογική βέβαια κατανοούμε ότι πολλά διαμάντια βρίσκονται στη λάσπη και δεν θα αναδυθούν παρά μόνο κατά τύχη ή αν υπάρχει ειδικό οικονομικό όφελος.
Αρκετές φορές βεβαίως, από “μικρούς” – σε μέγεθος και όχι σε αξία – εκδοτικούς, βλέπουμε να εκδίδονται και να στηρίζονται πολύ αξιόλογες συγγραφικές δουλειές που όμως λόγω μάρκετινγκ παραμένουν σε μικρή κλίμακα διάδοσης. Και εδώ θα πρέπει να είμαστε δίκαιοι με αυτούς τους εκδότες που επί χρόνια προσπαθούν να είναι συνεπείς και να εκδίδουν αξιόλογα βιβλία, αλλά όμως βρίσκονται να δίνουν εξαντλητικές μάχες είτε για να αποκτήσουν τα δικαιώματα είτε να χρηματοδοτήσουν την διαδικασία της έκδοσης κάποιου αξιόλογου βιβλίου, με αμφίβολα αποτελέσματα, χωρίς ενισχύσεις και προωθήσεις από παράλληλες πηγές και μέσα, ενώ ταυτόχρονα βρίσκουν τις πόρτες της διάδοσης κλειστές.

Εν τέλει, φτάσαμε να πιάσουμε στα χέρια μας, το “Άλλες Ζωές” του Αμπτουλραζάκ Γκούρνα, οκτώ μήνες μετά την βράβευση του συγγραφέα. Δεν εκδόθηκε από κάποιον μικρό εκδοτικό οίκο όπως πλέον είναι φυσικό… Παρόλα αυτά, η απογοήτευση ήταν δεδομένη όταν διαβάσαμε στο οπισθόφυλλο: Πρώτη έκδοση 5.000 αντίτυπα. Όχι τυχαία… Θα μπορούσαμε να αναφέρουμε κάποια άλλα που γράφουν: Πρώτη έκδοση 20.000 αντίτυπα, αλλά θα ήταν πραγματική ασέβεια από μέρους μας στον Αμπτουλραζάκ Γκούρνα και στο έργο του. Άλλωστε, υπάρχουν αρκετά άλλα βιβλία αντίστοιχης αξίας που δεν ευτύχησαν να φτάσουν καν τη χιλιάδα…
Το βιβλίο είναι συναρπαστικό· “σπαρακτικό” όπως αναφέρει και η Guardian.
Η υπόθεση μας ταξιδεύει σε μια αφρικανική περιοχή όπου η ζωή είναι αποτέλεσμα συσχετισμού δυνάμεων που μάχονται για την επικράτηση, ενώ ένας ακόμα καθοριστικός παράγοντας είναι η πείνα, αλλά και οι αρρώστιες και η εξαθλίωση. Όλοι γνωρίζουμε ότι ο Μεγάλος Πόλεμος (Α’ Π.Π.) άλλαξε τον ρου της ιστορίας σε πολιτικό, κοινωνικό και πολιτιστικό επίπεδο στον αναπτυγμένο κόσμο. Πόσα όμως γνωρίζουμε για την Αφρική; Άραγε τόλμησε κανείς να μας εξηγήσει τα παιχνίδια επικράτησης και εξασφάλισης πλούτου και δύναμης π.χ. των Βρετανών ή των Γερμανών σε περιοχές όπως η Τάνγκα της Τανζανίας;
Και αλήθεια, μπήκαμε ποτέ στη θέση αυτών των ανθρώπων που χωρίς να προκαλέσουν, βρέθηκαν στο τεντωμένο νήμα της διελκυστίνδας δύο δυνάμεων, ξένων προς αυτούς, που όμως απλά μπορούσαν να βρίσκονται εκεί, με το θράσος και την έπαρση όχι του κατακτητή, αλλά του αποικιοκράτη-εκμεταλλευτή; Και μετά από όλο αυτό, πόσο έχει αλλάξει η ζωή τους; Πόσο η εκμετάλλευση από τη Δύση έχει παγιώσει μια πραγματικότητα που απέχει από την ειρήνη και την ασφάλεια; Το έθνος “Μεσίας” εντάσσει μια ολόκληρη νησιωτική χώρα σε μια οικονομική και διοικητική φόρμα που το βολεύει.
Ο συγγραφέας μέσα από ένα ανθρωποκεντρικό μυθιστόρημα που περιέχει πολλά αυτοβιογραφικά στοιχεία, περιγράφει τη φρικαλεότητα που έχει υποστεί η Μαύρη Ήπειρος από τον πολιτισμένο κόσμο, που χορτάτος και ποδημένος παίζει παρτίδες σκάκι με πιόνια τα πεινασμένα παιδιά, τους νέους που τρέφουν την ελπίδα να ζήσουν καλύτερα, γέροντες που πεθαίνουν χωρίς εργασία από εξάντληση και ασθένειες, με το φάντασμα του δουλεμπορίου να σκοτεινιάζει το παρελθόν τους. Οι βασικοί χαρακτήρες του βιβλίου είναι νέοι, με όραμα και όνειρα, με την ανάγκη να ερωτευθούν, και αγκιστρώνονται στην ελπίδα του καλύτερου μέλλοντος, ενώ γύρω ο κόσμος τους καταρρέει και μεταλλάσσεται. Τις μεγάλες σοφίες όμως τις διηγούνται οι γεροντότεροι, που γνώρισαν και συχνά αφηγούνται την πρότερη κατάσταση, που όσο φαύλη και σαθρή, όσο φρικιαστική κι αν ήταν κάποιες φορές, φάνταζε καλύτερη, γιατί το χρήμα, -μαύρο και ματωμένο, ναι- μοιράζονταν σε περισσότερους. Οι ντόπιοι έβρισκαν δουλειές, κατάφερναν να επιβιώσουν και για τα καθόλου φιλόδοξα και μεγαλόπνοα σχέδιά τους σχεδόν ευημερούσαν.

http://www.promith.gr/product/αλλεσ-ζωεσ-αμπντουλραζακ-γκουρνα-abdulrazak-gurnah/

Σε πρώτο πλάνο είναι η εξαθλίωση, διακοσμημένη με έναν παραδοσιακό ρομαντισμό που λειτουργεί λίγο σαν φόβητρο. Για να παραμείνουν -για παράδειγμα- στους γνωστούς τους χώρους που ενδεχομένως τους παρείχαν κάποια ασφάλεια έπρεπε οι θρύλοι να είναι τρόπος ζωής και αντικίνητρο για περιπλανήσεις.
Πολύ σημαντικό ρόλο στην υπόθεση έχει η σχέση των δύο νέων και όλη η κοινωνική ισορροπία που επικρατούσε εκείνη την περίοδο. Η γυναίκα, ο άντρας, η δουλειά, η οικογένεια, η θρησκεία. Μια γραμμή, μια διαδικασία, μια συνήθεια μέσα από την οποία οι άνθρωποι παρέμεναν σε ομάδες. Παρόλα αυτά κάποιοι “δραπέτευαν” και κάποιοι αναπολούσαν τις σχέσεις που είχαν αναπτύξει με τους ξένους που είχαν φύγει και έμοιαζε σαν καρβουνάκι που θα κρατούσε την ελπίδα τους ζεστή. Πολύ σημαντική και ενδεικτική είναι η συζήτηση του ζευγαριού για τον Γερμανό πάστορα και τον χωρισμό.

Το βιβλίο μεταφέρει πολλά ιστορικά στοιχεία, τα οποία η Δύση μέσα στη φιλαρέσκειά της αγνοεί. Κυρίως όμως ασχολείται με τον ίδιο τον άνθρωπο και τη γεμάτη αντιφατικές εκφράσεις φύση του. Η αφήγηση διατρέχει μια έκταση συναισθημάτων και πράξεων που ξεκινάει από το απόλυτο καλό και φτάνει μέχρι την φρικαλεότητα και την αυτόματη αποδοχή της.
Η γραφή είναι στρωτή. Οι λέξεις έχουν μια ιδιαίτερη δυναμική. Η έμφαση και η ένταση μεταφέρεται μέσα από λόγια απλοϊκών ανθρώπων που διαπιστώνουν το παρόν τους άλλοτε με φρίκη και θυμό και άλλοτε με εγκαρτέρηση, αναπολώντας. Οι αντιθέσεις επίσης είναι στοιχείο και παράγοντας πρόκλησης του συναισθήματος του αναγνώστη.

Βεβαίως, ο Γκούρνα είναι ένας άνθρωπος που “διασώθηκε” από την αποικιοκρατική Αγγλία. Ζει εκεί και έχει -όπως είναι λογικό- εμποτιστεί με τα ήθη και τη νοοτροπία της χώρας. Η επιείκειά του προς αυτήν είναι αμυδρά εμφανής.

Χωρίς να μπορώ να έχω μια σφαιρική άποψη για τον συγγραφέα και το σύνολο του έργου του, θεωρώ ότι αυτό το βιβλίο τουλάχιστον, αποδίδει ακριβώς την αιτιολόγηση της βράβευσής του από την Σουηδική Ακαδημία και πέρα από αυτό αξίζει τον κόπο να διαβαστεί από πολλές περισσότερες από 5.000 χιλιάδες άτομα.
Β.Μ.

* Η Ζανζιβάρη είναι ένα νησί στην Κεντρική Ανατολική Αφρική, νοτίως της Κένυα. Οι αρχαίοι Έλληνες την γνώριζαν με το όνομα Μενουθιάς.

Red Colobus Monkey (Procolobus kirkii) in Jozani Forest, Zanzibar, Tanzania

Η Ευρωπαϊκή παρέμβαση ξεκινάει με την άφιξη του Βάσκο Ντε Γκάμα το 1498. Από το 1504 και για 2 περίπου αιώνες παρέμεινε υπό Πορτογαλική κατοχή. Τον 17ο αιώνα αποτελούσε μέρος της Νότιας Αραβικής Πολιτείας του Μουσκάτ-Ομάν. Ανεξαρτητοποιήθηκε το 1861 και έγινε Σουλτανάτο με τεράστια οικονομικά και εμπορικά οφέλη κυρίως από το εμπόριο σκλάβων και ελεφαντόδοντου. Η αλήθεια είναι ότι η περιοχή τόσο η παράλια όσο και η ενδοχώρα -εκεί που σήμερα βρίσκεται η μεσόγεια Τανζανία- μαρτύρησε από την διεξαγωγή του δουλεμπορίου. Στα 1888 η Μεγάλη Βρετανία και η Γερμανία ερίζουν για την επικυριαρχία και τον έλεγχο αυτών των παραγόντων πλούτου και εν τέλει μοίρασαν τη χώρα και το οικονομικό όφελος.

Το 1890 οι Βρετανοί έκαναν μεγάλο μέρος του νησιού Βρετανικό Προτεκτοράτο και κατάφεραν να μειώσουν το δουλεμπόριο που είχαν ήδη αποκηρύξει. Όταν μετά τον συντομότερο πόλεμο της ιστορίας -μόλις 38 λεπτά- που έλαβε χώρα το 1896 μεταξύ Βρετανών και του Σουλτάνου Χαλίντ, την εξουσία έλαβε ο μετριοπαθής Χαμούντ και για αρκετά χρόνια το νησί ζούσε σε ηρεμία καταργώντας επίσημα τη δουλεία, αν και στην πράξη χρειάστηκαν πολλά χρόνια ακόμα.
Από το 1913 έως και το 1963 οι Βρετανοί εγκαθιστούν ένα χαλαρότερο καθεστώς και ευνοούν τον εποικισμό του νησιού από Βρετανούς. Το 1963 η Ζανζιβάρη γίνεται ανεξάρτητο κράτος, μέλος της Βρετανικής κοινοπολιτείας. Το 1964 το καθεστώς του Σουλτανάτου ανατρέπεται από αριστερές δυνάμεις και υπογράφεται κοινή πράξη συγχώνευσης με την Ταγκανίκα. Σήμερα το κράτος αυτό ονομάζεται Τανζανία. Δυστυχώς το νησί αυτό δεν ευτύχησε να βρει ηρεμία ούτε και στον 21ο αιώνα. Η βία και οι ένοπλες συγκρούσεις οδήγησαν μεγάλο αριθμό του πληθυσμού να ζητήσει άσυλο στην Κένυα και αλλού. Από το 2010 με το δημοψήφισμα και την αλλαγή του συντάγματος, η κατάσταση είναι πιο ήπια, ο τροπικός όμως αυτός παράδεισος, τουριστικός προορισμός για τους δυτικούς και τόπος μαρτυρίου για τους ντόπιους είναι μια βόμβα έτοιμη να εκραγεί.
Εκτός από τον Αμπτουλραζάκ Γκούρνα στη Ζανζιβάρη γεννήθηκε και ο Φαρόχ Μπουλσάρα (κατά κόσμο Φρέντι Μέρκιουρι).

**Για να θυμηθούμε την ιστορία, το 2018, μάταια περιμέναμε τον Οκτώβρη την ανακοίνωση της Σουηδικής Ακαδημίας για τον νικητή του Βραβείου Νόμπελ Λογοτεχνίας. Για λόγους παρενόχλησης και γενετήσιας προσβολής ανάμεσα στα μέλη της επιτροπής και οικονομικών σκανδάλων, δεν έγιναν οι συνεδριάσεις και οι ψηφοφορίες, οπότε δεν υπήρξε ανακοίνωση, δεν είχαμε νικητή. Την επόμενη χρονιά απονεμήθηκαν δύο βραβεία Νόμπελ, ένα στην Τόκαρτσουκ για την “νεκρή” χρονιά και ένα για τον Χάντκε το 2019 που ήταν όντως η σειρά του.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.