
Μια παραδοσιακή – χρονικά, μεταφορικά και κυριολεκτικά – διαμάχη που τελικά προκύπτει εντελώς αβάσιμη.
Το χριστουγεννιάτικο καραβάκι και το χριστουγεννιάτικο δέντρο
Καραβάκι
Το πώς και το πότε ξεκίνησε το έθιμο του χριστουγεννιάτικου καραβιού, χάνεται στα βάθη της ελληνοχριστιανικής παράδοσης.
Η εκκλησιαστική προφορική έκφραση και η θρησκευτική δοξασία, θεωρεί ότι το καράβι είναι ένας συμβολισμός της γέννησης της νέας πλεύσης στη ζωή του ανθρώπου, παράλληλα με την γέννηση του Θεανθρώπου.
Στην λαϊκή παράδοση όμως ο συμβολισμός είναι διαφορετικός. Η Ελλάδα (κυρίως στα νησιά και στα παράλια) ήταν πάντα χώρα ναυτική, και οι περισσότερες νησιωτικές οικογένειες στόλιζαν στα σπίτια τους ένα πλεούμενο. Συνεπώς, το καράβι συμβόλιζε τον ευσεβή πόθο αυτών που έμεναν πίσω για ευημερία, αλλά και καλές θάλασσες (εν είδει εξευμενισμού) με ασφαλή γυρισμό των ναυτικών τους. Αυτό φυσικά ήταν ένα στοιχείο αλληλεξάρτησης, αφού η επιβίωση και των δύο μερών ήταν αναπόσπαστα συνδεδεμένη η μια από την άλλη. Τα Χριστούγεννα πίστευαν πως ήταν οι ουρανοί ανοιχτοί, και πως το στολισμένο καράβι θα δημιουργούσε έναν θετικό οιωνό για τους ξενιτεμένους. Άλλωστε το πλεούμενο υπήρξε πάντοτε, ακόμη από τα αρχαία χρόνια σύμβολο και συμβολισμός για ευμάρεια, ασφάλεια για τους ναυτικούς, τους τόπους τους και τους δικούς τους. Αυτό το βλέπουμε σε όλη τη διάρκεια της ιστορίας αλλά και προϊστορίας στην περιοχή του Αιγαίου κυρίως, σε τοιχογραφίες, ανάγλυφα, είδωλα και αναθήματα.
Επιπλέον τα παιδιά έφτιαχναν αυτοσχέδια καραβάκια με στόλισμα χρωματιστά χαρτάκια και κλωστές και κρατώντας τα πήγαιναν να πουν τα κάλαντα. Τα καραβάκια αυτά λειτουργούσαν ως “παγκάρι” για τα γλυκά και τα χρήματα (ανά- λογα την περιοχή και τις συνήθειες).
Εννοείται βεβαίως ότι τίθεται αυτόματα κι ένα εικαστικό θέμα συνυφασμένο με τα πραγματικά στοιχεία του συμβόλου αυτού καθαυτού.
Σταδιακά, το έθιμο αυτό άρχισε να εξασθενεί στα μεταπολεμικά χρόνια, ακόμα και στις νησιωτικές ή παράλιες περιοχές, ενώ τις τελευταίες δεκαετίες γίνονται προσπάθειες αναβίωσης σε αρκετές περιοχές. Παρόλα αυτά, πολλές είναι οι χώρες (κυρίως ναυτικές ή παράλιες) που έχουν πλέον τη συνήθεια να στολίζουν πλεούμενο τα Χριστούγεννα και… ποιος ξέρει; Μπορεί αυτό να συνέβαινε και πολλά χρόνια πριν, όταν ο τρόπος επικοινωνίας δεν μετέφερε ει- κόνες από απομακρυσμένες περιοχές τόσο εύκολα.
Στη δεκαετία του 1970 μάλιστα, υπήρξε μια έντονη συζήτηση για την κατάργηση του έλατου ως επίσημο εθνικό χριστουγεννιάτικο έθιμο, υπέρ του καραβιού με ισχυρό επιχείρημα την οικολογία.
Έλατο
Αντίστοιχα ειδικά στις ηπειρωτικές περιοχές έχει επικρατήσει ο στολισμός του χριστουγεννιάτικου δέντρου. Από πολύ νωρίς, για την έλευση της νέας χρονιάς, συνηθίζονταν η τοποθέτηση χλωρών κλαδιών στα σπίτια που συμβόλιζε την ανθοφορία, τη νέα αναπαραγωγική περίοδο, την αφθονία.
Ο τελευταίος αυτοκράτορας της δυναστείας του Αμορίου ο Μιχαήλ ο Γ’ ο επονομαζόμενος “Μέθυσος” (842-867), κάποια παραμονή πρωτοχρονιάς διέταξε να στήσουν ένα έλατο στο κέντρο της πλατείας του Ταύρου, όπου σκαρφάλωσε ο ίδιος και κρέμασε επάνω στο δέντρο μεγάλα και χοντρά κεριά, τα οποία και άναψε την ώρα που οι καμπάνες σήμαιναν την αλλαγή του χρόνου. Το θέαμα ήταν εντυπωσιακό και αρκετοί τοπικοί άρχοντες του Βυζαντίου το μιμήθηκαν ακόμα κι από την επόμενη χρονιά. Αργότερα οι σταυροφόροι που κατέλαβαν την Κωνσταντινούπολη το υιοθέτησαν και το μετέφεραν ως έθιμο στη δύση. Στην πραγματικότητα λοιπόν το Χριστουγεννιάτικο Έλατο, είναι ένα “αντιδάνειο” που στην ουσία εμείς οι Έλληνες, ή τέλος πάντων οι κάτοικοι ή κληρονόμοι της πάλαι ποτέ Βυζαντινής Αυτοκρατορίας θα πρέπει να υποστηρίζουμε ένθερμα και να διεκδικούμε την καταγωγή του και την “πατρότητά” του.
Με τη μορφή όμως που το ξέρουμε σήμερα, με μπάλες και στολίδια δηλαδή, ήρθε -επανήλθε για να είμαστε ακριβείς- στην Ελλάδα μαζί με τους Βαυαρούς.
Το πρώτο δέντρο που στολίστηκε ήταν στα ανάκτορα το 1833. Οι Αθηναίοι που δεν είχαν ξαναδεί στολισμένο δέντρο, συνέρρεαν να το χαζέψουν και το “παλάτι” είχε τοποθετήσει ακόμα και φρουρούς για να μην κλαπούν ή καταστραφούν τα στολίδια του. Μάλιστα τόσος ήταν ο θαυμασμός και η έκφραση χαράς και ενδιαφέροντος του κόσμου, που το δέντρο παρέμεινε στη θέση του στολισμένο μέχρι το τέλος του Ιανουαρίου.
Από εκεί και πέρα κάθε χρονιά που περνούσε έβρισκε όλο και περισσότερα δέντρα αρχικά σε αρχοντικά και πλούσια σπίτια (κυρίως σε εξωτερικούς χώρους και κήπους) και αργότερα σε μικρότερα σχετικά εύπορα σπίτια της μεσαίας τάξης.
Στην πραγματικότητα, τακτική συνήθεια και απαραίτητο έθιμο για τη χώρα μας έγινε και καθιερώθηκε μετά τον Β.Π.Π. σε όλα σχεδόν τα σπίτια, στις αστικές περιοχές. Σήμερα πια, δέντρο βλέπουμε να στολίζονται ή να σχηματίζονται με διάφορους τρόπους και σε πολλές παραλλαγές.
Τελικά, και τα δύο έθιμα έχουν τις ρίζες τους στο βαθύ παρελθόν της Ανατολικής Μεσογείου και κάθε προσπάθεια να επικρατήσει η μία ή η άλλη άποψη ως γηγενής παράδοση και έθιμο είναι μάλλον λανθασμένη, αφού στην πραγματικότητα συνυπάρχουν ακόμα και από την αρχαιότητα.
Άλλωστε τιποτα δεν έχει ποτέ μεταφερθεί αυτούσιο στο σήμερα. Η παράδοση -όπως και η γλώσσα, η θρησκείες, οι συνήθειες -, είναι ζωντανή και μεταφέρει στοιχεία από όσες εποχές και περιοχές πέρασε ενσωματώθηκε και επιβίωσε.
B.M.