
Πριν από 7 χρόνια, με κόπο, με αγάπη, με μεράκι και πολλές μουσικές, ο Δημήτρης Θεολόγου έκανε το πιο παρεΐστικο βιβλίο του κόσμου. Ήταν το “Φταίνε τα τραγούδια” και παρά τα όσα είπα πριν, ήταν ένα βιβλίο γεμάτο στίχους, πραγματικές ιστορίες αλλά και πόνο, ο οποίος λειτούργησε όπως λειτουργούσε πάντοτε στα μεταπολεμικά χρόνια για τους Έλληνες: σαν πηγή έμπνευσης, σαν αφορμή για δημιουργία, και μεράκι και γλέντι.
Σε αυτό το βιβλίο, το δεύτερο του συγγραφέα, παρελαύνουν άνθρωποι πραγματικοί (που έχουν σάρκα και οστά) και άλλοι που είναι μορφές “κατασκευασμένες”, αλλά κουβαλούν ο καθένας τους έναν Δημήτρη μέσα του, -τον κόσμο δηλαδή της γενιάς αυτής- με τα ίδια βιώματα λίγο ή πολύ, τις ίδιες μνήμες και τα ίδια “όνειρα” που η σημερινή πραγματικότητα τον ανάγκασε να τα σκεπάσει με στοργή και νοσταλγία στην κλίνη της μνήμης.
Όταν ο Δημήτρης έκλεισε τους λογαριασμούς του με το “Φταίνε τα τραγούδια” έπιασε μια άκρη από αυτό το σκέπασμα και έκανε να το σηκώσει, όμως πετάχτηκε με φόρα και με ένταση όλη η δύναμη της ζωής της “γειτονιάς των ονείρων” που τόσα χρόνια προσπάθησαν να μας κάνουν να τα …χωνέψουμε.
Το βιβλίο το διάβασα σταδιακά όσο γραφόταν. Η αλήθεια είναι ότι δεν με βρήκε στα καλύτερά μου την περίοδο που ο φίλος και συγγραφέας χρειαζόταν την άποψή μου και αυτό του το χρωστάω. Κατάφερνε όμως κάθε φορά να μου αποσπά την προσοχή με την πρωτοτυπία της σύλληψης, της ιδέας και της αυθεντικής γραφής. Το βιβλίο που αποκτά συνείδηση, γίνεται η συγκεντρωτική ύλη των εμπειριών των διαδοχικών αναγνωστών, που συνδιαλέγεται και κάνει χιούμορ με τους δυνητικούς αναγνώστες του, είναι μια ιδέα εκπληκτική. Το να βλέπεις τον κόσμο μέσα από το αντικείμενό σου και όχι το αντικείμενό σου μέσα από το πρίσμα του κόσμου σου, είναι μια θέση μοναδική. Το βιβλίο που ταξιδεύει είναι (για εμένα τουλάχιστον) ένα πραγματικό όνειρο κι ένας ευσεβής πόθος. Όμως θεωρώ ότι είναι κι ένας ισχυρότατος συμβολισμός και μια αλληγορία, που μπορεί να έχει προκύψει κι εντελώς ασυνείδητα: Το συγκεκριμένο βιβλίο, είναι η ιστορία όλων των 55άριδων της επικράτειας και η κοινωνική ιστορία της χώρας από την περίοδο της χούντας και μετά. Είναι η ζωή η δική μου, οι αφηγήσεις των συγγενών μου, ο ήχος και ο απόηχος γεγονότων που συνέβησαν, πραγμάτων που κατέλαβαν ζωτικό χώρο στην διάρκεια που καλύπτει χρονικά η αφήγηση.
Και φυσικά, το μαγικό συστατικό είναι οι ανθρώπινες διελεύσεις από τη “ζωή” του βιβλίου όπως ανέφερα στην αρχή, που στην ουσία δικαιολογούν και την ύπαρξή του. Είναι ευρηματικότατες και εύστοχες. Στις ιστορίες που διηγείται το ίδιο το αντικείμενο βιβλίο, παρελαύνουν ή πρωταγωνιστούν άνθρωποι πραγματικοί, που άλλοι σήμερα ζουν και άλλοι μας άφησαν, ήρωες γνωστών μυθιστορημάτων, αλλά κυρίως ήρωες-πολεμιστές των αντιξοοτήτων μιας ζωής προκαθορισμένης, μιας παρτίδας παιγμένης, μιας πορείας προδιαγεγραμμένης με ελάχιστες αποκλίσεις. Όμως είναι ο άνθρωπος… ο απρόβλεπτος παράγοντας που με μια αψυχολόγητη αντίδρασή του, μπορεί να αλλάξει το συναίσθημα, την οπτική… Έτσι παρορμητικά όπως αντιδρά ο Έλληνας.
Αυτό όμως που θεωρώ σημαντικό είναι το πώς τοποθετείται υποβαλλόμενος από τα πεπραγμένα ο αναγνώστης. Ο αναγνώστης, γίνεται “παίχτης” στο ταμπλό των Χωνεμένων Ονείρων, -ένα τέτοιο άλλωστε κι ο ίδιος από μόνος του-, και αισθάνεται πως βρίσκεται σε μια διαδραστική διαδικασία.
Μετά από πολλές περιπέτειες, αρκετό καιρό, αλλαγές και ανατροπές, τα “Όνειρα” φτάνουν σε απόσταση αναπνοής από τη γραμμή τερματισμού συγγραφής/επιμέλειας/προ-τυπογραφικών διαδικασιών. Αυτή λοιπόν, ήταν η στιγμή που το βιβλίο πραγματικά αυτονομήθηκε και πήρε την υπόθεση στα χέρια του. Το ίδιο το βιβλίο, ταξίδεψε μόνο του, πριν ακόμα γίνει οντότητα. Και αυτό είναι πραγματικότητα. Το πώς, θα το μάθει ο αναγνώστης στις τελευταίες σελίδες του.
Πάντως μπορώ να πω ότι και στα δύο συγγραφικά πονήματα του Δημήτρη, λίγο πριν την πραγματοποίηση της έκδοσης, προέκυψαν απρόοπτα γεγονότα που σηματοδοτούσαν μια προσωποποίηση ή μια βούληση εκ μέρους του ίδιου του βιβλίου. Το πρώτο πάντως ταξίδεψε καλά και μας ταξίδεψε με μουσικές και αφηγήσεις από ένα λίγο πιο απομακρυσμένο παρελθόν. Η αλήθεια είναι ότι υπήρξε αφορμή ώστε αρκετοί άνθρωποι να γνωριστούμε, να σκεφτούμε, να προβληματιστούμε, να συγκινηθούμε, αλλά και να γελάσουμε, να τραγουδήσουμε και να τσουγκρίσουμε τα ποτήρια μας ακόμα και επί σκηνής!
Μακάρι το καινούριο “μετα μουσικής” βιβλίο να μας εμπνεύσει και να ακολουθήσει τους ίδιους και καλύτερους δρόμους στο ταξίδι του.
Β. Μ.