
“Τι ωραίο πλιάτσικο” – Τζοναθαν Κόου
Πλιάτσικο Ετυμολογία: < αλβανική plaçkë (=λάφυρο) < σλαβική pljatška
Πλιάτσικο είναι μια κατάσταση η οποία λαμβάνει χώρα σε επιχειρήσεις, σε σπίτια ή γενικά οπουδήποτε υπάρχει πλούτος. Ουσιαστικά είναι η λεηλασία, η οποία συντελείται με την αρπαγή του πλούτου ή πολύτιμων αντικειμένων από σπίτια και μαγαζιά. Δηλαδή πρόκειται για μια μορφή κλοπής, καθώς κάποιος αφαιρεί κάτι που δεν του ανήκει από κάποιον άλλο.
“What a Carve Up!” Αυτός είναι ο πρωτότυπος τίτλος του Βιβλίου “Τι ωραίο Πλιάτσικο” όπως εξαιρετικά μεταφράστηκε από την Τρισεύγενη Παπαϊωάννου στα ελληνικά.
O ιδιωματισμός to carve up (ρ) ή a carve up (ου) στα ελληνικά σημαίνει η δια τεχνικών ή μεθοδεύσεων αποφυγή, απόρριψη, η περιθωριοποίηση μέσω διάσπασης, διαχωρισμού, κατακρεούργησης.
Σαν τίτλος, εννοεί την εφαρμογή της πολιτικής που επιδιώκει την επικράτηση του κεφαλαίου, έναντι των παραγωγικών μαζών που μπορεί να αποτελούνται τόσο από ιθαγενείς όσο και από μετανάστες, με οικονομικές και επιχειρηματικές εφαρμογές που καταλύουν μοντέλα και ήθη, τη “μετάλλαξη” δηλαδή του καπιταλισμού.
Η Βρετανία γνωρίζει τρομαχτικές διακυμάνσεις στα χρόνια που διαδέχονται τον Β’.Π.Π.
Γνωρίζει την αγωνία για ανασυγκρότηση, τις συντηρητικότερες κυβερνήσεις, τις πιο άκαμπτες κοινωνικές και οικονομικές κάστες, τον ψυχρό πόλεμο από την πλευρά των “σωστών” (δεξιών) (rights -ορισμός που προέρχεται από τη θέση των εδράνων στο κοινοβούλιο), των συντηρητικών δηλαδή, αλλά και “εργατικές” κυβερνήσεις, τις μεγαλύτερες αντιδράσεις και αναβρασμούς στη συνειδητή εργατική τάξη, που παρόλο τον συντηρητισμό στον οποίο έχει γαλουχηθεί, αντιδρά έντονα, όμως τελικά παγιδεύεται. Παγιδεύεται σε φαινομενικές καταστάσεις, ή σε πλάνα στα οποία δεν κατάφερε να αντιληφθεί εγκαίρως και να αντιδράσει αποτελεσματικά.
Στο κεφάλαιο του Χένρι, διαβάζουμε:
19 Ιουνίου 1970
Λοιπόν, χάσαμε και καλά να πάθουμε. Τώρα η χώρα θα αποκτήσει την πιο αδιάλλακτη μεταπολεμική κυβέρνηση, κι αυτό είναι καλό. Ο κόσμος θα βγει από την κτηνώδη μακαριότητά του.
Γνώρισα αυτή ακριβώς την Αγγλία, αυτόν τον απόηχο της τραγικής εδαφικής και οικονομικής αυτοκρατορίας που κατέρρευσε αλλά δεν το έμαθε ποτέ. Ο μεγάλος αποικιοκράτης γίγαντας είχε αρχίσει να νιώθει ένα ελαφρύ τρέμουλο στα πόδια. Μια Αγγλία¹ που έκρυβε της πληγές της λαβωμένης της υπερηφάνειας, ταυτόχρονα είχε μόλις αποφασίσει εκ νέου να εκμεταλλευτεί τα “ξένα” (τι ξένα; κόσμος από τις αποικίες και τα προτεκτοράτα ήταν..) εργατικά χέρια, που είχε τσακίσει τις λαϊκές εξεγέρσεις στο εσωτερικό (ανθρακωρύχοι, ναυτεργάτες, σιδηροδρομικοί,
ταχυδρομικοί) με όποιο κόστος. Αυτή η Αγγλία συνέχιζε όχι απλώς και μόνο να καταπιέζει και να απομυζά τις έξι κομητείες της Β. Ιρλανδίας, αλλά να διεξάγει “ιερό πόλεμο” με τους Καθολικούς που ζητούσαν αποτίναξη του Αγγλικού ζυγού και αυτοδιάθεση με ένοπλο αντάρτικο στρατό (ΙΡΑ)².
Η Θάτσερ, λειτούργησε για την Βρετανία όπως σχεδόν ο Χίτλερ για την Γερμανία. Επούλωσε φαινομενικά το πληγωμένο εθνικό και κοινωνικό γόητρο της κυρίαρχης αυτοκρατορίας που είχε εξαπλωθεί σε όλο τον πλανήτη και καθόριζε τις τύχες του κόσμου, όταν ξαφνικά βρέθηκε να πρέπει να απολέσει ένα μεγάλο μέρος τόσο των οικονομικών της προνομίων όσο και του είδους της εδαφικής της επικυριαρχίας. Υπήρξε αδιάλλακτη και σκωπτική απέναντι στα νεωτεριστικά ρεύματα, περιθωριοποίησε τη διαφορετικότητα (κίνημα του Punk κλπ) στην τέχνη και την νεολαία. Κέρδισε έναν πόλεμο (στα νησιά Φώκλαντ), χρησιμοποίησε φαινομενικούς εχθρούς (Σαντάμ) συμμετέχοντας σε πύρρειους νίκες δήθεν κατά της τρομοκρατίας. Στην ουσία βέβαια, ακόμα και στην νέα τάξη πραγμάτων η χώρα δεν βρέθηκε χαμένη, ο κόσμος όμως και οι τάξεις από μεσοαστική και πάνω, ένιωσαν να πληγώνονται και να υποβαθμίζονται, ενώ τα κατώτατα στρώματα συνέχισαν να υφίστανται την ίδια κοινωνική και οικονομική υποβάθμιση.
Λέει στο “Πλιάτσικο” δίνοντας ίσως με τον καλύτερο τρόπο έναν ευστοχότατο χαρακτηρισμό για την Θατσερική εξωτερική πολιτική:
“Τους πουλάμε όπλα και μετά τους τιμωρούμε που τα χρησιμοποιούν”.
Χαρακτηριστικοί οι στίχοι του αντιπολεμικού Final Cut των Pink Floyd:
Brezhnev took Afghanistan. – Ο Μπρέζνιεφ πήρε το Αφγανιστάν³
Begin took Beirut. – Ο Μπέγκιν τη Βηρυτό³a
Galtieri took the Union Jack. – Ο Γκαλτιέρι πήρε την Αγγλική Σημαία³b
And Maggie, over lunch one day, – και η Μάγκι στο μεσημεριανό γεύμα πήρε την απόφαση,
Took a cruiser with all hands. – να βουτήξει ένα καταδρομικό
Apparently, to make him give it back – με σκοπό να τον αναγκάσει να την επιστρέψει.
What have we done, Maggie what have we done – Τι έχουμε κάνει, Μάγκι τι έχουμε κάνει
What have we done to England… – στην Αγγλία;
Should we shout, should we scream – Να φωνάξουμε, να ουρλιάξουμε
What happened to our post war dream? – Τι απέγινε το μεταπολεμικό μας όνειρο;
Oh Maggie what have done? – Αχ, Μάγκι τι κάναμε;
Roger Waters

Το κοινοπολιτειακό καθεστώς όμως, χρησιμοποίησε ωμή αστυνομική βία για να δώσει στους ¨σοσιαλιστές” να καταλάβουν ποιος είναι το αφεντικό, και να κάνει σαφές ότι η χώρα θα ακολουθήσει καπιταλιστική πορεία με ό,τι αυτό συνεπάγεται. (Ας μην ξεχνάμε ότι η κυβέρνηση Θάτσερ στήριξε τον Πινοσέτ). Πολύ σωστά ο Κόου περιγράφει την “άρχουσα” τάξη με ευρηματικό χιούμορ. Στήνει μια οικογένεια που κάθε μέλος της αντιπροσωπεύει όλες τις δραστηριότητες στις οποίες είχε επιδοθεί η Βρετανία και οι σύμμαχοί της στην ψυχροπολεμική περίοδο. Εμπόριο όπλων, αντικατασκοπία, παραπλάνηση και χειραγώγηση μέσω των ΜΜΕ, τρελές αγελάδες και φαγητά αμφιβόλου ποιότητας, συντηρητική άσκηση εξουσίας, καταστολή προοδευτικών ή λαϊκών δυνάμεων ακόμα και με τα όπλα… κοινώς: βία και οικονομική διαπλοκή.
Στη σελίδα 75, σε δύο παράλληλες στήλες παρατίθεται κείμενο που η δημοσιογράφος κυρία Γουίνσο (η οποία αμειβόταν -όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο συγγραφέας- με ποσό εξαπλάσιο του μισθού ενός πτυχιούχου καθηγητή ή οκταπλάσιο του μισθού μιας νοσοκόμας του Εθνικού Συστήματος Υγείας) έγραψε όταν βρισκόταν σε διαφορετική “πολιτική φάση” με τέσσερα χρόνια απόσταση το ένα από το άλλο, όπου το ίδιο γεγονός ανακατασκευάζεται ώστε να εξυπηρετήσει την ακριβώς αντίστοιχη πολιτική τάση.
Ο Κόου είναι λίγο “Ταραντινικός”. Σουρεαλιστικές περιγραφές προσώπων και καταστάσεων κάνουν τον αναγνώστη να αμφιταλαντεύεται μεταξύ έκπληξης και διασκέδασης, γέλιου και τρόμου. Το φοβερό του μαύρο, βρετανικό χιούμορ είναι σαν μαστίγιο. Αν για εμάς είναι “τσουχτερό” για τους ίδιους τους Άγγλους είναι εύστοχο, και λειτουργεί σαν απολύτρωση ή αποδοχή, μια που άσχετα με το τι προβάλουν προς τα έξω ή τι έχουν αποφασίσει να ακολουθήσουν έχουν πλήρη συναίσθηση και συνείδηση (τουλάχιστον στις προηγούμενες δεκαετίες) του οικονομικού, κοινωνικού και εθνικού τους στάτους. Οι Άγγλοι έχουν ταξική συνείδηση και σέβονται, στηρίζουν και τιμούν την τάξη τους, όποια κι αν είναι αυτή. Ο Κόου τους ξεγυμνώνει. Γράφει με τέτοιο τρόπο, που ο μη Βρετανός, ανυποψίαστος αναγνώστης δεν θα παρατηρήσει καν την ειρωνεία και τον σαρκασμό, τουλάχιστον στην αρχή. Μερικές φορές θα νομίσει ότι “αυτή η αντίθεση” του είναι αδιανόητη και “δεν κολλάει”. Όμως είναι το παιχνίδι του ταλαντούχου συγγραφέα ο οποίος χειρίζεται με εξαιρετική μαεστρία όλα τα εκφραστικά μέσα που του παρέχει η ευρηματική γλώσσα του. Παράλληλα ο Βρετανός κατανοεί, αποδέχεται, εναντιώνεται, μια που το επίπεδο της αυτογνωσίας και του αυτοσαρκασμού του είναι ιδιαιτέρως υψηλό. Ο Τζόναθαν Κόου είναι η όψη του νομίσματος “σάτιρα και σαρκασμός” που στην άλλη πλευρά του απεικονίζεται ο Τομ Ρόμπινς. Αυτό που στον Ρόμπινς είναι προφανές και ευδιάκριτο (vulgarly overt), στον Κόου δουλεύει σε δεύτερο επίπεδο, λίγο πιο τεχνικά, υποσυνείδητα και ήπια, αλλά ουσιαστικά καυστικά.
Στις σελίδες και στους χαρακτήρες του “Πλιάτσικου” μερικές φορές νομίζουμε ότι βλέπουμε τον Μίστερ Μπιν, αλλά βλέπουμε και τις διαβολικές φάτσες των Μπλερ και Θάτσερ, ενώ το πρόσωπο του Χάρολντ Ουίλσον των εργατικών είναι παρελθόν, μια ξεθωριασμένη ανάμνηση. Σήμερα γνωρίζουμε καλά ότι το κεφάλαιο και οι λογαριασμοί που ανοίγει ο Κόου με αυτή την περίοδο της Βρετανικής ιστορίας, που ο ίδιος πριν λίγα χρόνια υποστήριξε ότι κλείνει με το 11, στην ουσία ολοκληρώνεται με το Μπρέξιτ και τη”Μέση Αγγλία”.
Το βιβλίο αυτό είναι μια δριμεία και σε βάθος κριτική για το πώς “εγκαταστάθηκε” ο καπιταλισμός και “μεταλλάχθηκε” στον παραπλανητικό και ηχητικά ανώδυνο “νεοφιλελευθερισμό”. Ο Κόου χρησιμοποιεί μια υπόθεση αστυνομικού θρίλερ -ο ίδιος εραστής του απρόβλεπτου και θαυμαστής του “Αγκαθα-Κριστισμού” – ώστε να φτάσει στο στόχο του. Ένα θρίλερ όπου οι πρωταγωνιστές θα μπορούσαν να μπαινοβγαίνουν στις σελίδες του βιβλίου χέρι με χέρι με τον Ηρακλή Πουαρό.
Είναι ένα σαγκά που ακολουθεί την πορεία της οικογένειας Γουίνσο από την 30η Νοέμβρη 1942, όπου το μέλος της, Γκόντρφρι Γουίνσο -ένα από τα τέσσερα αδέρφια-, αεροπόρος της ΡΑΦ, χάνεται με το αεροπλάνο του και δηλώνεται ως καταρριφθής εκ των Γερμανών, πράγμα που από κάποιο μέλος της οικογένειάς του, αμφισβητείται. Το μέλος αυτό, -η υπερευαίσθητη ψυχικά και νοητικά “γεροντοκόρη”, αδερφή Ταμπίθα-, ενώ παρουσιάζει διαταραχές, είναι μάλλον το πιο ψύχραιμο άτομο όσο αφορά την αντίληψη των πραγμάτων και των χαρακτήρων της οικογένειας. Αυτή λοιπόν σε προχωρημένη ηλικία, προσλαμβάνει τον αφηγητή-συγγραφέα Μάικλ Όουεν να γράψει την ιστορία της οικογένειάς της. Στην πραγματικότητα πρόκειται για μια συμμορία τύπου μαφιόζικης Σιτσιλιάνικης οικογένειας αλλά στο πιο φλεγματικό. Όποια πέτρα κι αν σηκώσεις, όποια μεθόδευση κι αν διακρίνεις, όποιος θάνατος-φόνος δεν μοιάζει και τόσο αθώος, κάποιος Γουίνσο είναι από πίσω. Πουλάνε, αγοράζουν, περιουσίες, επιχειρήσεις, ζωές…. Μεθοδεύουν την παραπλάνηση της κοινής γνώμης και αφαιρούν τα δημόσια κοινωνικά αγαθά με ιδιωτικοποιήσεις (που μελλοντικά θα αποδειχτούν άστοχες και αναποτελεσματικές), συγχωνεύσεις κι όλων των ειδών τα οικονομολογικά τερτίπια που συνήθως ξεκινούν από το Σίτι.
«Δεν υπάρχει λόγος να περνάς μια σκανδαλώδη νομοθεσία και μετά να δίνεις στους άλλους το χρόνο να προετοιμαστούν. Πρέπει να παρεμβαίνεις αμέσως και να την επικαλύπτεις με κάτι ακόμα χειρότερο, προτού η κοινή γνώμη προλάβει να καταλάβει το κακό που τη βρήκε».
Πάγια πρακτική των αδιαφανών και ανειλικρινών κυβερνήσεων σε συνεργασία με τα ξεπουλημένα ΜΜΕ: Ντόρος για δήθεν σκάνδαλα, στροφή του ενδιαφέροντος της κοινής γνώμης σε συγκεκριμένα ανούσια ζητήματα που όμως φανατίζουν, λίγο πριν τα κοινοβούλια ψηφίσουν άδικους, αντιλαϊκούς και κατασταλτικούς νόμους.
Εντυπωσιακός είναι ο τρόπος που επιλέγει ο Κόου να αναδείξει το πώς κάθε νέα γενιά Γουίνσο, από το στάδιο της αφέλειας, περνά στο στάδιο της ένοχης πονηρής συνωμοσιακής συνενοχής. Διαβάζοντας π.χ. τα ημερολόγια του Χένρι, φαίνεται το πέρασμα από την ανέμελη εφηβεία, στο στάδιο της μύησης στην τάξη και την οικογένεια. Η φρίκη του πολέμου δεν θα αγγίξει τον Χένρι. Θα μάθει στην πορεία για αυτό. Εντάσσεται μεν σε έναν στρατό, αλλά αυτός δεν είναι ο στρατός που πολεμά σε χαρακώματα. Είναι αυτός που καθορίζει τα πάντα, απλά γιατί μπορεί. Το κάνει χωρίς λύπη, δεύτερες σκέψεις, αναστολές και δισταγμούς.
Το βιβλίο για τον συγγραφέα του, είναι ένα παιχνίδι σημειολογίας. Ο Κόου, κατάφερε να εντάξει πολλά στοιχεία από την ομώνυμη ταινία του Πατ Τζάκσον του 1961, μια κωμωδία τρόμου η οποία “πρωταγωνιστεί” στο βιβλίο, αφού ο συγγραφέας-αφηγητής Μάικλ Όουεν εμφανίζεται να την παρακολουθεί ξανά και ξανά στα παιδικά του χρόνια, ενώ το τελευταίο μέρος του βιβλίου, ακολουθεί την πλοκή της ταινίας. Στην πραγματικότητα, εκτός από πηγή έμπνευσης , είναι ένας άξονας γύρω από τον οποίο αναπτύσσεται ελικοειδώς σαν DNA η υπόθεση του βιβλίου.
Ξαναδιαβάζοντας το “πλιάτσικο” δέκα χρόνια μετά από την πρώτη ανάγνωση, λόγω της ενασχόλησης της αναγνωστικής μας λέσχης με αυτό, μένω εκστατική.
Οι λόγοι είναι δύο:
Πρώτα, επιβεβαιώνω το πόσο μεγάλος συγγραφέας είναι ο Κόου, και αυτό φαίνεται σε ετούτο, ένα από τα πρώιμα μυθιστορήματά του. Επίσης, αναγνωρίζω το μεγαλείο του, ως πολιτικό και κοινωνικό ον, με λόγο και έκφραση, με φοβερή οξυδέρκεια και ξεκάθαρη σκέψη και μάλιστα σε μια χώρα όπως είναι η Βρετανία.
Δεύτερον, νιώθω ανατριχίλα στη ραχοκοκκαλιά μου και μόνο αναγνωρίζοντας τις πρακτικές και τις μεθοδεύσεις των οικονομικών συστημάτων ακόμα από τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια, ενώ κάποιες -θα μπορούσε κανείς να πει- θεατρικές σκηνές στον πλανήτη, επαναλαμβάνονται με τον ίδιο τρόπο, με το ίδιο μένος, με τις ίδιες μεθόδους, απλά με ανανεωμένα εργαλεία. Αυγανιστάν, Ιράκ, Σαντάμ, Καντάφι, πετρελαϊκό ζήτημα, τρελές αγελάδες, Χιλή, Πινοσέτ, Αργεντινή, αλλά και Συρία, Βολιβία, Ισραήλ, Κουρδικό ζήτημα, Brexit, Monsanto και η Σιβηρία και o Αμαζόνιος στις φλόγες…
Σε ποιο έργο θεατής; Με φρίκη διαπιστώνω την αντικειμενοποίηση του ανθρώπου, την μετατροπή του σε μηχανή σίτισης του κεφαλαίου και ο Κόου τα έχει πει όλα, με αφορμή τις υποψίες μιας μισότρελης γηραιάς γεροντοκόρης για το θάνατο του αδερφού της…
Το “Τι ωραίο Πλιάτσικο” είναι αντικειμενικά ένα εξαιρετικό μυθιστόρημα. Εικοσιπέντε χρόνια μετά την συγγραφή του, παραμένει επίκαιρο, δυνατό και ζωντανό. Ένα μυθιστόρημα για το πρόσφατο παρελθόν και για το σήμερα, για τον κάθε αναγνώστη που έχει τα μάτια και τα αυτιά του μυαλού του ανοιχτά.
Για την Αναγνωστική Λέσχη ΠΡΟΜΗΘΕΥΣ,
Β. Μ..
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ:
1. Μιλώντας για Αγγλία και όχι Βρετανία εννοούμε τον κεντρο-νοτιο-ανατολικό κορμό της χώρας, αφού οι Σκώτοι, οι Ουαλοί και οι Βοριοϊρλανδοί αντιμετώπιζαν πολύ διαφορετικά το νέο για αυτούς συχνά τρομαχτικό πρόσωπο της Νέας Βρετανίας. Άλλωστε αυτοί υπήρξαν πάντοτε “κατακτημένοι”.
2. Μετά από δεκαετίες αντιθέσεων και ένοπλου αγώνα, θάνατος του Μπόμπι Σαντς (Ρόμπερτ Τζέραρντ Σαντς ) στις φιλακές Μέιζ μετά από γενικευμένη απεργία πείνας το 1981. Οι απεργοί πέθαιναν ο ένας μετά τον άλλον και συγγενείς και πολιτικοί κύκλοι ζήτησαν από την Θάτσερ να διαπραγματευτεί με τους κρατούμενους. Η απάντησή της ήταν: “Ένα έγκλημα, είναι ένα έγκλημα.” Ο Μπόμπι Σάντς, ο οποίος είχε οριστεί αρχηγός του ΙΡΑ πέθανε μετά από 66 ημέρες απεργίας. Ο θάνατός του όμως, έκανε τον κόσμο να δει αυτή τη μεριά του κόσμου με διαφορετικό μάτι.
3. Το Δεκέμβρη του 1979 οι Ρώσοι εισβάλουν στο Αφγανιστάν, εκθρονίζουν τον πραξικοπηματία Αμίν και εγκαθιστούν στην εξουσία τον Μπαμπράκ Καμάλ, ένα άβουλο ανδρίκελο.
3a. Ο Ισραηλινός πρωθυπουργός Μεναχέμ Μπέγκιν ηγήθηκε των Ισραηλινών επιθέσεων στη Συρία.
3b. Ο Στρατηγός Λεοπόλντο Γκαλτιέρι ήταν ο ηγέτης της Χούντας της Αργεντινής – μια από τις σκληρότερες στην ιστορία- θεώρησε ιστορική ευκαιρία να ανακατάλβει τα νησιά Φώκλαντ και να αποκαταστήσει την αδικία που έκαναν στη χώρα του οι Βρετανοί το 1833.