Posted on

ΓΚΡΑΧΑΜ ΓΚΡΙΝ (GRAHAM GREEN) – Λογοτεχνία, Καθολικισμός, Κατασκοπία και Εθισμοί

Στοιχεία βιογραφίας και εργογραφίας

Γεννήθηκε στο Μπέρχαμστεντ του Χάρτφορντσάιρ[i] στις 2 Οκτωβρίου 1904.

Οι γονείς του ήταν πρώτα εξαδέλφια μεταξύ τους και γόνοι μιας ισχυρότατης και ιστορικής οικογένειας  τόσο οικονομικά και επιχειρηματικά όσο και πολιτικά. Επιπλέον η μητέρα του (Γκριν και η ίδια) ήταν πρώτη εξαδέλφη (από την πλευρά της μητέρας της με τον Ρόμπερτ Λιούις Στίβενσον[ii].

Οι γονείς του απέκτησαν έξι παιδιά. Ο Γκράχαμ ήταν ο τέταρτος. Ο μικρότερος αδελφός του μας είναι γνωστός από την ενασχόλησή του με την ΕΡΤ όταν ως Γενικός Διευθυντής του BBC κλήθηκε από τον Κωνσταντίνο Καραμανλή στις αρχές της μεταπολίτευσης να αναδιοργανώσει την δημόσια τηλεόραση και να την αποσπάσει από τον παλαιολιθικό  χαρακτήρα της  χούντας. Η έκθεσή του απλά πετάχτηκε στα σκουπίδια. [iii]

 Ο πατέρας του ήταν εκπαιδευτικός. Υπήρξε μάλιστα και διευθυντής του Μπέρχαμστεντ Σκουλ (Berkhamsted School) ένα από τα ιστοριά «ιδιωτικά» (ανεξάρτητα) σχολεία της Αγγλίας. Εκεί φοίτησε και ο Γκράχαμ. Αυτό καθόρισε μάλλον και την μετέπειτα ζωή του, τις ιδέες και τον ψυχισμό του.  Στην ουσία έρχεται για πρώτη φορά αντιμέτωπος με σκληρό εκφοβισμό και παρενόχληση που δυσκολεύτηκε πολύ να διαχειριστεί, με αποτέλεσμα μια πολύ βαριά κατάθλιψη. Ο νεαρός Γκράχαμ το 1921 και σε ηλικία 16 ετών, έκανε αρκετές απόπειρες αυτοκτονίας, με διάφορους τρόπους, ακόμα και με όπλο παίζοντας Ρώσικη Ρουλέτα.  Τελικά το έσκασε από το σχολείο και από το σπίτι. Τότε οι γονείς αφού συνειδητοποίησαν πόσο σοβαρά ήταν τα πράγματα τον εμπιστεύτηκαν στην θεραπευτική φροντίδα του Κένεθ Ρίτσμοντ, διάσημου ψυχαναλυτή, μαθητή του Σίγκμουντ Φρόυντ. Ο ίδιος παραδέχτηκε ότι οι 6 μήνες που παρέμεινε στο σπίτι του Ρίτσμοντ στο Λονδίνο, ήταν η πιο ευτυχισμένη περίοδος της ζωής του.

Μετά τη θεραπεία του, επέστρεψε στο σχολείο όχι όμως ως οικότροφος. Με συμμαθητές τον μετέπειτα δημοσιογράφο Κλοντ Κόκμπερν και τον Πίτερ Κένελ αργότερα μεγάλο ιστορικό, συνέβαλλαν στη σχολική εφημερίδα. Κάποιο από τα διηγήματα που είχε γράψει ο Γκριν, δημοσιεύτηκε σε Λονδρέζικη απογευματινή εφημερίδα τον Ιανουάριο του 1921.

 

Ο γάμος του Graham Green με την Vivien 15 Οκτωβρίου 1927.

Μετά το γυμνάσιο πήγε στο Κολλέγιο Μπάλιολ (Balliol College[iv]) στην Οξφόρδη.
Μάλιστα κάπου στο 1922 έγινε μέλος του Κομμουνιστικού κόμματος και αναζητούσε ένα τρόπο να καταφέρει να έχει πρόσκληση για να επισκεφτεί στην Σοβιετική Ένωση, τελικά όμως δεν τα κατάφερε. Συνέχισε τις σπουδές του και πήρε το πτυχίο του στην ιστορία. Οι απόπειρες αυτοκτονίας συνεχίζονταν ακόμα και όταν σπούδαζε Συγκριτική Ιστορία, και έλαβαν τέλος μόνο όταν συνειδητοποίησε ότι «τραβούσα  τη σκανδάλη όσο συχνά χρειαζόταν να πάρω ασπιρίνη».

Το 1925, ενώ δεν είχε ακόμα αποφοιτήσει από το κολέγιο, εξέδωσε την πρώτη του ποιητική συλλογή που δεν έτυχε ιδιαίτερης αποδοχής.

Άρχισε να εργάζεται ως  ανεξάρτητος (free lancer)  δάσκαλος φροντιστής, και δημοσιογράφος.  To 1926 εργάστηκε στην Νότιγχαμ Τζέρναλ και λίγο αργότερα στους Τάιμς. Αυτή την περίοδο η ζωή του αλλάζει εντελώς τροπή. Αρχίζει να αλληλογραφεί με την συγγραφέα Βίβιεν Ντέιρελ-Μπράουνινγκ[v] η οποία αρχικά του είχε στείλει μια επιστολή να του επισημάνει κάποιο λάθος του που σχετιζόταν με το Καθολικό δόγμα.  Προφανώς ερωτεύτηκαν και αρκετά σύντομα θέλησαν να παντρευτούν. Ο μέχρι τότε αγνωστικιστής Γκριν, άρχισε να έχει μια πιο στρογγυλή οπτική για τον καθολικισμό, τον οποίο τελικά ασπάστηκε, και βαπτίστηκε στις 26 Φεβρουαρίου 1926[vi], ώστε να καταφέρουν να παντρευτούν. Ο γάμος πραγματοποιήθηκε στις 15 Οκτώβρη του 1927 στο Χάμστεντ του Λονδίνου.

Το 1929, μετά την έκδοση του πρώτου του βιβλίου (The man within) παραιτήθηκε από  τους Τάιμς  και αφοσιώθηκε στη συγγραφή και στην κριτική. Παρόλη την αφοσίωσή του στην συγγραφή τα πρώτα του μυθιστορήματα δεν έτυχαν ιδιαίτερης απήχησης και βέβαια δεν έλαβαν καθόλου καλές κριτικές. (The man within[vii], The name of Action[viii], Rumour at Nightfall[ix]).

 Μετά την αποτυχία τους, ο Γκριν τα αποκήρυξε και τα τρία και απαγόρευσε την επανέκδοσή τους. Από την τραγική αυτή καταδίκη ξέφυγε το «The man within» (Ο προδότης) με το οποίο έκανε το λογοτεχνικό του ντεμπούτο,  όταν αρκετά χρόνια αργότερα το επανεκτίμησε και έφτασε να γίνει και  ταινία το 1947. Σε αυτό το βιβλίο διαφαίνεται α) η ικανότητά του να φτιάχνει πολύ ενδιαφέρουσες ιστορίες και να στήνει σκηνικά με έντονο σασπένς, ενώ το σύνολο δεν στερείται βάθους και προβληματισμών και β) η ένθερμη αποδοχή και έκφραση του Καθολικισμού.

Παρόλα αυτά ο Γκριν απεχθάνεται τον χαρακτηρισμό «Ρωμαιοκαθολικός Συγγραφέας» που του αποδόθηκε, λέγοντας ότι είναι ένας λογοτέχνης που συμβαίνει να είναι καθολικός. Το θρησκευτικό στοιχείο όμως είναι διαρκώς παρόν στο σύνολο του συγγραφικού του έργου.

Παράδειγμα είναι το Brighton Rock[x] (Ο βράχος του Μπράιτον ή Ανήλικος Δολοφόνος), The Power and the Glory (Η δύναμη και η δόξα) και άλλα μυθιστορήματα που ως βασικό άξονα κρατούν την έντονη πλοκή και το μυστήριο,  το υπόστρωμα όμως είναι μια θρησκευτική ανάγκη έκφρασης.

Το 1932, αρχίζει να εργάζεται ως κριτικός λογοτεχνίας στο περιοδικό The Spectator όπου παραμένει στο ίδιο πόστο για 12 χρόνια διατηρώντας τακτική στήλη.

Γύρω στα 1935 έκανε το πρώτο του ταξίδι στο εξωτερικό, πηγαίνοντας στη Λιβερία για να συλλέξει εμπειρίες και υλικό, από το οποίο προέκυψε το ταξιδιωτικό βιβλίο του «Journey Without Maps» (Ταξίδι δίχως χάρτες).

Η λογοτεχνική του συνέχεια, είναι αρκετά ενδιαφέρουσα και πετυχημένη. Ο Γκριν δείχνει να έχει βρει τον τρόπο να περνάει σημαντικά νοήματα και προβληματισμούς μέσα από απλές αστυνομικές περιπέτειες.  Έτσι το 1936 κυκλοφορεί το μυθιστόρημα: A Gun for Sale (που μεταφράστηκε στα ελληνικά ατυχώς «Ένα όπλο για πούλημα» ενώ στην ουσία σημαίνει «πληρωμένος εκτελεστής») και  το «The basement Room» (Το δωμάτιο του υπογείου)[xi]  που μεταφέρθηκε στη μεγάλη οθόνη από τον Κάρολ Ρίντ το 1948 με τίτλο «The fallen idol» (Το πεσμένο είδωλο ή Η πτώση ενός ειδώλου), ενώ  το 1939 το «Confidential Agent» στα οποία το βάθος των προβληματισμών αυξάνει.

Το 1938 ταξίδεψε στο Μεξικό με χρηματοδότηση από τον Εκδοτικό Οίκο Longman ώστε να διαπιστώσει τα αποτελέσματα της  αντι-καθολικής  καμπάνιας  της κυβέρνησής του.  Αυτό το ταξίδι τον εφοδίασε με υλικό που χρησιμοποίησε σε δύο βιβλία: Το δοκίμιο «The lawless Roads» (Οι δρόμοι της παρανομίας) που εκδόθηκε στις ΗΠΑ ως  «Another Mexico» (Ένα άλλο Μεξικό) και το μυθιστόρημα «The power and the  Glory» (Η δύναμη και η δόξα)[xii].

Κατά το 1941, η αδερφή του Ελίζαμπεθ η οποία ήδη δούλευε στην κατασκοπία, βοήθησε να προσληφθεί στην ΜΙ6 σαν μυστικός πράκτορας και κατά τη διάρκεια του Β΄ παγκοσμίου πολέμου τοποθετήθηκε στη Σιέρα Λεόνε.[xiii]

Το επόμενο μυθιστόρημά του, «Το υπουργείο του φόβου», μεταφέρθηκε και αυτό στον κινηματογράφο από τον Φριτς Λανγκ το 1944 και θεωρείται πλέον ένα κλασικό φιλμ νουάρ, ενώ το μυθιστόρημα The Heart of the Matter (ελλ. τίτλος Ουσία και βάθος) τιμήθηκε το 1948 με το αγγλικό βραβείο James Tait Black Memorial Prize.  Το 1944 γράφει τον «Δέκατο Άνθρωπο» (The tenth man) με μοναδικό σκοπό να γίνει σενάριο για κινηματογραφική ταινία. Εκχωρεί τα δικαιώματα στην MGM αλλά δυστυχώς για λόγους που δεν έγιναν ακριβώς γνωστοί η ταινία δεν γυρίστηκε ποτέ. Ο Γκριν ξεχνάει εντελώς το κείμενο, το οποίο βρίσκει κάποια στιγμή το 1985,  το πουλάει σε μια αμερικανική εκδοτική η οποία το κυκλοφορεί.  Τελικά γυρίστηκε σε ταινία το 1988 με πρωταγωνιστή τον Άντονι Χόπκινς.

Το επόμενο μυθιστόρημά του,  το γνωστότερό του ίσως,  «The Third man» (Ο τρίτος άνθρωπος) το 1949, μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο σχεδόν αμέσως μετά την έκδοσή του, από τον Κάρολ Ριντ και μάλιστα τιμήθηκε με τον Χρυσό Φοίνικα του Φεστιβάλ Καννών το 1949 με πρωταγωνιστή τον Όρσον Γουέλς.

To 1945 έπιασε δουλειά στην Evening Standard σας κριτικος λογοτεχνίας.

Το 1946, χωρίς να χωρίσει από την τότε σύντροφό του σκηνογράφο, Ντόροθι Γκλόβερ (για την οποία άφησε τη νόμιμη σύζυγό του), έκανε ερωτικό δεσμό με την Κάθριν Γουόλστον, βαφτισιμια του, μητέρα πέντε παιδιών,  σύζυγο ενός εύπορου γεωκτήμονα και αργότερα κατόχου τίτλου ευγενείας (life peer[xiv]). Η σχέση αυτή περιγράφεται στο πασίγνωστο μυθιστόρημά του «The end of the Affair» (Το τέλος μιας σχέσης). Στο βιβλίο ο κεντρικός ήρωας είναι ένας αγνωστικιστής, ερωτευμένος με μία γυναίκα που τον εγκαταλείπει, ωθούμενη από τη θρησκευτική της πίστη η οποία τη φέρνει κοντά στην αγιοσύνη. Ο γκρίζος ρεαλισμός του αυστηρά Καθολικού συγγραφέα-ήρωα συγκρούεται με τον έρωτα, το πάθος και οδηγεί σε μια ψυχική και νοητική έξοδο. Εκδόθηκε το 1951 μετά το τέλος της παράνομης σχέσης του ζευγαριού. Ο Ουίλιαμ Φώκνερ έγραψε για αυτό ότι είναι ένα από τα πιο συγκινητικά και μυθιστορήματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Μεταφέρθηκε στον κινη-ματογράφο δύο φορές, μία το 1955 με πρωταγωνιστές την Ντέμπορα Κερ και τον Βαν Τζόνσον και το 1999 με πρωταγωνιστές τον Ρέι Φάινς, την Τζούλιαν Μούρ, τον Στίβεν Ρία κ.α.

Το 1947 ο Γκράχαμ εγκατέλειψε την οικογένειά του, η Βίβιεν όμως, αρνήθηκε να του δώσει διαζύγιο, αφού η καθολική εκκλησία δεν το αποδεχόταν. Έτσι ο γάμος τους τυπικά ίσχυε μέχρι που τους χώρισε ο θάνατος.

Ο Γκριν σε χαλαρή συζήτηση με μέλος της δικτατορικής κυβέρνησης της Αϊτής
Γκράχαμ Γκριν και Φιντέλ Κάστρο

 

Το 1954 ταξίδεψε στην Αϊτή. Εκεί λαμβάνει χώρα και το μυθιστόρημά του «The Comedians» (Οι θεατρίνοι). Εκείνη την περίοδο η Αϊτή βρισκόταν υπό τον Δικτάτορα Φρανσουά Ντιβαλιέ γνωστό ως Papa Doc.

 

To 1950 ταξίδεψε και περιηγήθηκε στην Αφρική συλλέγοντας στοιχεία για το μυθιστόρημά του «A Burnout Case» (Καμμένο χαρτί) που ολοκληρώθηκε το 1960. Στην Αφρική ο Γκριν επισκέφθηκε πολλές αποικίες λεπρών στην περιοχή του Κονγκό.

 

Το 1955 έγραψε το εξαιρετικό «The Quiet American» (Ο ήσυχος Αμερικάνος) που διαδραματίζεται στο Βιετνάμ την περίοδο που η απελπισμένη Γαλλία το «παρατάει» στην Αμερικανική επικυριαρχία. Και για αυτό το βιβλίο, κατηγορήθηκε ως κομμουνιστής, γιατί ασκεί μια σκληρή και προφητική κριτική για την αλαζονική και πουριτανική συμπεριφορά των ΗΠΑ έναντι του Βιετνάμ.  Το βιβλίο επίσης μεταφέρθηκε στην μεγάλη οθόνη δύο φορές.  Την πρώτη φορά το 1958 με τους Όντι Μέρφι, Σερ Μάικλ Ρεντγκρέιβ και Τζόρτζια Μολ και τη δεύτερη το  2001 με τους  Μάικλ Κέιν, Μπρένταν Φρέιζερ και Ντο Τι Χάι Γιεν. Επειδή μάλιστα η δεύτερη φορά συνέπεσε με το χτύπημα στους Δίδυμους Πύργους στη Νέα Υόρκη, η ταινία προκάλεσε πολλές αντιδράσεις.

Το βιβλίο είναι σε μεγάλο βαθμό αυτο-βιογραφικό και ακολουθεί πάντα το σταθερό μοτίβο όπου ο Γκριν τοποθετεί τον εαυτό του στη θέση χαρακτήρων μεγαλύ-τερων σε ηλικία που σχετίζονται με νεαρές κοπέλες, ενώ πάντα στο προσκήνιο ξεπηδούν νεαροί αντίζηλοι, στους οποίους αναγνω-ρίζει το αξίωμα της ρώμης, της νιότης, του μέλλοντος και βάζει τον ήρωά του να υποχωρεί στωικά. Προφανώς αυτός είναι ένας ακόμα προσωπικός εφιάλτης για τον Γκριν, που αποτυπώνεται αρχικά στο έργο του ως ανασφάλεια με την οποία τελικά συμφιλιώνεται ο μεσόκοπος ήρωας, και αποτυπώνει σημαντικές φιλοσοφικές απόψεις για τη ζωή, δίνοντας άφεση (σαν καλός Χριστιανός) σε όσους τον πλήγωσαν ακολουθώντας τη φυσική φορά των πραγμάτων, ή την νεανική τους ορμή.

Ο πίνακας που ο Φιντέλ Κάστρο δώρισε στον Γκριν

Το 1957 λίγους μήνες αφού ο Φιντέλ Κάστρο εξαπέλυσε τις τελικές επιθέσεις του ενάντια στο δικατορικό  καθεστώς Μπατίστα[xv], ο Γκριν βρέθηκε να βοηθά τους επαναστάτες σαν μυστικός αγγελιαφόρος μεταφέροντας ακόμα και ζεστό ρουχισμό για τους άντρες του Κάστρο που είχαν καταφύγει στα βουνά κατά τη διάρκεια του Κουβανικού χειμώνα. Ο συγγραφέας του είχε πάρει αρκετές φορές συνέντευξη. Σε μια από αυτές, το 1983 ήταν παρών και ο Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες. Η συνέντευξη αυτή εξελίχθηκε σε μια πολύωρη συνομιλία. Κάποια χρόνια αργότερα, η Guardian αποκάλυψε ότι αυτή η συζήτησε μαγνητοφωνήθηκε από το FBI.  Λεγόταν ότι ο Γκριν γοητευόταν από τις ισχυρές, ηγετικές προσωπικότητες και για αυτό ενδιαφέρθηκε για τον Κάστρο τον οποίο και γνώρισε προσωπικά αργότερα. Σε μια από τις  συναντήσεις τους, ο Κάστρο του δώρισε έναν ζωγραφικό πίνακα που είχε ο ίδιος ζωγραφίσει και που βρισκόταν πάντα κρεμασμένο στον Γαλλικό Οίκο όπου ο Γκριν πέρασε τα τελευταία χρόνια της ζωής του. [xvi]

Το 1958 έγραψε το «Our Man in Havana» (Ο άνθρωπός μας στην Αβάνα)  που στην ουσία γελοιοποιούσε την Βρετανική ΜΙ6, δηλαδή τον ίδιο του τον εργοδότη και τον εαυτό του.  Τα όσα αναφέρει ο Γκριν στο βιβλίο του ιδίως για  την εγκατάσταση των πυραύλων,  έλαβαν χώρα αργότερα και καταλήγουν στα γεγονότα του 1962. Ο βασικός χαρακτήρας του βιβλίου ήταν η υλοποίηση του χαρακτήρα κάποιου διπλού πράκτορα που ο Γκριν γνώρισε στην Λισαβόνα, ο οποίος για να κερδίσει περισσότερα χρήματα, δεν αρκέστηκε στην πώληση των πληροφοριών του τόσο στη Βρετανία που επισήμως τον πλήρωνε αλλά και στην Γερμανία που τον στρατολόγησε μυστικά, αλλά επινοούσε στοιχεία και γεγονότα που κατόπιν «πωλούσε» και στους δύο εντολοδόχους του.

Το βιβλίο περιέχει αυτόν τον αυτοσαρκασμό που μόνο ένας Βρετανός δεν ντρέπεται να κοινοποιήσει, ενώ θέτει αρκετά ερωτηματικά στον αναγνώστη για τις πολιτικές ισορροπίες και τα πολεμικά παιχνίδια επίδειξης ισχύος. Στην πραγματικότητα είναι ένα βιωματικό μυθιστόρημα με αρκετά στοιχεία αυτοκριτικής αλλά και πολιτιμούς σχολιασμούς. Το κατασκοπικό αυτό μυθιστόρημα,  μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο από τον Κάρολ Ριντ το 1959, με πρωταγωνιστή τον Άλεκ Γκίνες.

Το 1966 ο Γκριν μετακόμισε στην Αντίμπ, μια παραλιακή πόλη μεταξύ των Κανών και της Νις. Η βασική αιτία της μετοίκησης ήταν  να βρεθεί κοντά στην  Ιβόν Κλοετά την οποία γνώρισε το 1959 και συναψε σχέση μαζί της που διατηρήθηκε μέχρι τον θάνατό του.

Graham Green & Katherine Walston

«Βρίσκω δύσκολη την προσαρμογή στην έκτη δεκαετία της ζωής μου» θα γράψει στην αυτοβιογραφία του «A sort of life» (1971) ο καταθλιπτικός συγγραφέας. «Τολμώ να ομολογήσω ότι το ίδιο ένιωθα όταν γινόμουν πενήντα χρόνων. Τίποτε καλό δεν συμβαίνει στη ζωή μου όσο μεγαλώνω. Παρατηρώ πλέον μόνον ατέλειες και ελαττώματα. Γράφω λιγότερο και μετά δυσκολίας βρίσκω την ενέργεια. Η βασική μου «αρρώστια» είναι η ανία».

Αυτή η ανία όμως που στην ουσία ήτανη μανιοκατάθλιψη και η διπολική διαταραχή που τον βασάνιζε ακόμα από τα πρώτα εφηβικά του χρόνια,  ήταν τελικά το κίνητρο που ώθησε τον Γκριν να μεγαλουργήσει.

Το 1973 εκδίδεται το «Honorary Consul» (Η ερωμένη του διπλωμάτη) που το 1983 γυρίστηκε φιλμ με πρωταγωνιστές τον Μάικλ Κέιν και τον Ρίτσαρντ Γκιρ.

Τα τελευταία του χρόνια τα έζησε στην Βεβέ στην Ελβετία. Στην ίδια πόλη την ίδια περίοδο ζούσε και ο Τσάρλι Τσάπλιν με τον οποίο γνωρίστηκαν και βλέπονταν αρκετά συχνά.  Το βιβλίο του «Doctor Fisher of Geneva or the Bomb Party» (Ο Δόκτορ Φίσερ από την Γενέυη και το πάρτι με τις βόμβες) αφορά τις φιλοσοφικές συζητήσεις που έκαναν οι δυο τους.

Το 1981 τιμήθηκε με το βραβείο Jerusalem Prize, που δίνεται σε συγγραφείς που με το έργο τους υποστήριξαν την ελευθερία του ανθρώπου στην κοινωνία.

Το 1982 έγραψε το μοναδικό «Monsignor Quixote» (Μονσινιόρ Κιχώτης) ένα βαθιά φιλοσοφικό έργο με αρκετό σαρκασμό, μια παραλογή του αριστουργήματος του Θερβάντες. Μακριά από τη βασική του θεματολογία, (δεν πρόκειται για κατασκοπικό ή αστυνομικό έργο), παρακολουθεί την πορεία ενός ηλικιωμένου παπά που ταξιδεύει στην Ισπανία με τον φίλο και οδηγό του Σάντσο και το μικρό Seatάκι τον Ροσινάντε. Το βιβλίο γυρίστηκε ταινία με πρωταγωνιστές τον Σερ Άλεκ Γκίνες και τον Λίο ΜακΚέρν.

Το 1984 στα γενέθλια των 80 χρόνων του, η ζυθοποιία που είχε ιδρύσει ο προπάππος του το 1799 έβγαλε προς τιμή του μια ειδική ετικέτα μπύρας.

Πέθανε στις 3 Απριλίου του  1991 στο Βιβέ χτυπημένος από λευχαιμία στην ηλικία των 86 ετών.

Ο τάφος του συγγραφέα βρίσκεται στο κοιμητήριο Κορσό στην Ελβετία.

 

Η προσωπικότητα και το έργο του

Ο Γκριν έζησε όλη του τη ζωή μέσα στην μανιοκατάθλιψη. Σήμερα αναγνωρίζεται ως διπολική διαταραχή.  Ήταν  επίσης επιρρεπής στη χρήση ουσιών (αλκοόλ και  όπιο). Αυτό ήταν έκδηλο και στο συγγραφικό του έργο. Για παράδειγμα, στον «Ήσυχο Αμερικανό»,  περιγράφει με απλότητα και λεπτομέρεια τον τρόπο που ο Βρετανός διπλωμάτης και η μικρή Βιετναμέζα ερωμένη του, ετοίμαζαν και κάπνιζαν όπιο στην πίπα τους.[xvii]  Επίσης δεν υπάρχει βιβλίο του που να μην δηλώνει το αλκοόλ την παρουσία του.

Το συγγραφικό ταλέντο του Γκράχαμ Γκριν είναι πολύπλευρο και πολύ δυναμικό.  Στην πλειοψηφία τους τα έργα του, είναι φαινομενικά ιστορίες μυστηρίου και αστυνομικά ή κατασκοπικά θρίλερ. Στο βάθος όμως εξέφραζαν όλα τα ουσιαστικά  πολιτικά ζητήματα του πρώτου μισού του 20ού αιώνα. Όσο ο χρόνος περνούσε και η σκέψη του ωρίμαζε τόσο βάθαινε η σκέψη του και τόσο ουσιαστικότερα γινόταν τα ζητήματα που έθιγε και ανέλυε στα βιβλία του. Στην τρίτη περίοδο της ζωής του τα έργα του έγιναν ακόμα πιο αναλυτικά και τον απασχολούσε κυρίως η ουσία των πραγμάτων και τα άλυτα και μυστηριώδη διλήμματα της ανθρώπινης ύπαρξης. Το μεγάλο και ουσιαστικότερο πρόβλημα του συγγραφέα, η ψυχική του ασθένεια, έγινε ο βασικός πυλώνας του συγγραφικού του έργου. Όπως γίνεται συνήθως με τους μεγάλους δημιουργούς μας  χάρησε ένα μεγαλειώδες έργο  που όμως εξέφραζε το δράμα της  ζωής του.

Οι κριτικοί δεν του επέδωσαν τον χαρακτηρισμό του έντεχνου λογοτέχνη. Οι λέξεις που επέλεγε ήταν περισσότερο λειτουργικές  στο συναίσθημα. Η έκφρασή του ήταν σαφής και τα νοήματά του κατανοητά. Στα βιβλία του ήταν επίσης φανερός ο επηρεασμός του από την θρησκευτική του προσήλωση. Στα δοκίμιά του που αφορούσαν την λογοτεχνία, επιτήθονταν στο μοντερνιστικό ρεύμα που εξέφραζαν η Βιρτζίνια Γουλφ και ο Ε.Μ. Φόρστερ και τους κατηγορούσε ότι είχαν παρασυρθεί από την απόσταση από την θρησκεία, φτιάχνοντας παθητικούς και επιφανειακούς χαρακτήρες που χάνονταν ανάμεσα σε «χάρτινα» και εύθραυστα  σύμβολα.  Οι χαρακτήρες του Γκριν από την άλλη βίωναν την εσωτερική σύγκρουση του καλού με το κακό που πάντα συνυπήρχαν σε κάθε ήρωά του. Προσπαθούσε να περιγράψει την εσωτερική πνευματική, συναισθηματική και νοητική τους έκφραση κοιτώντας από την πλευρά του Καθολικισμού. Οι ήρωές του, είναι μοναχικοί, αντικοινωνικοί, λίγο ή περισσότερο τραγικοί, πάντα όμως φέρουν τα χαρακτηριστικά ή τα διλήμματα του ίδιου του συγγραφέα. Οι ήρωές του ήταν αντιήρωες. Ναι μεν πετύχαιναν έναν στόχο, ο στόχος αυτός όμως απέχει πολύ από τη Χολιγουντιανή λογική, που ο ήρωας νικάει, παίρνει τα λεφτά και το κορίτσι. Οι κεντρικοί χαρακτήρες του αποκομίζουν κάτι πολύ πιο σημαντικό: την αλήθεια που φυσικά πάντα πονάει, είναι όμως λύτρωση. Η κατάκτηση της αλήθειας, επιβεβαιώνει την αιτία της κατάθλιψης και  εξασφαλίζει ένα ακόμα βήμα προς την μοναξιά. Είναι ίσως ο θεμελιωτής του πρωταγωνιστή «αντιήρωα» στο μυθιστόρημα και τον κινηματογράφο του 20ού αιώνα.

Από αριστερά προς τα δεξιά: Λούσι Γκριν (κόρη του Γκράχαμ), ο Γκράχαμ, Ντέιβιντ Λιούις, Ντέμπορα Κερ

Επηρέασε πολλούς σύγχρονούς του και μεταγενέστερους συγγραφείς. Ο Τζον Λε Καρέ τον θεωρούσε πατέρα του σύγχρονου αστυνομικού μυθιστορήματος και πατέρα της δικής του έμπνευσης, ενώ ο Μπάλαρντ πίστευε ότι άνοιξε δρόμους στο ψυχολογικό δράμα, το οποίο λειτουργεί παράλληλα με την πλοκή του θρίλερ. Ο Μπάλαρντ θα πει:

«Παρόλο που ο Γκριν βασανίζεται από τα πνευματικά του διλήμματα δεν γίνεται ποτέ ηθικοπλαστικός σε αντίθεση με τους σύγχρονους συμπατριώτες του. Όπως ο Λόρενς Ντάρελ και ο Μπόρχες δίνει ζωή σε ό,τι πιο θαυμαστό έχει να επιδείξει η αγγλική λογοτεχνική παράδοση».

Όσο όμως περνούσαν τα χρόνια και η θρησκευτική του ζέση μειωνόταν, οι μεταφυσική αναζήτηση ξεθώριαζε και οι ανησυχίες του γινόταν περισσότερο ανθρωπιστικές, ενώ έγινε αρκετά επικριτικός στον στείρο Καθολικισμό και τον προσηλυτισμό.

Το σκηνικό που επέλεγε ήταν αυτό που γνώρισε στις περιπλανήσεις του, συνήθως φτωχά και ταραγμένα μέρη όπως το Μεξικό, η Δυτική Αφρική, το Βιετνάμ, η Κούβα, η Αιτή και η Αργεντινή τα οποία χαρακτήριζε συνήθως ως «πράσινη γη».

Είχε δηλώσει ότι ήταν «ισόβιος φίλος» του Κίλμπι[xviii].  Είχε προσωπικές σχέσεις με τους Φιντέλ Κάστρο, Χο Τσι Μινχ και Μανουέλ Νοριέγκα.  Υπήρξε σφοδρά επικριτικός στις ΗΠΑ και την CIA που ξεκάθαρα εμπλεκόταν στην επιβολή και εγκατάσταση πολλών δικτατορικών καθεστώτων. Έτσι, επί 50 και πλέον χρόνια παρακολουθούνταν από τις Αμερικανικές μυστικές υπηρεσίες, μέχρι που την ψυχροπολεμική περίοδο απέκτησε έναν αρκετά ογκώδη φάκελο, χαρακτηρίστηκε φιλοκομμουνιστής και του απαγορεύτηκε η είσοδος στις ΗΠΑ.

Στα τελευταία του χρόνια έκανε αυστηρή κριτική στον Αμερικανικό Ιμπεριαλισμό ενώ εξέφρασε χωρίς ενδοιασμούς την συμπάθειά του για τον Φιντέλ Κάστρο.

Ο Γκριν είναι ένας από τους σημαντικότερους συγγραφείς του 20ού αιώνα.

Συγκέντρωσε πολλά λογοτεχνικά βραβεία ενώ εμφανίστηκε και στις βραχείες λίστες των Νόμπελ.

Επιπλέον υπήρξε ο αγαπημένος του παγκόσμιου κινηματογράφου αφού τα περισσότερα από τα έργα του έγιναν ταινίες και κάποια  μάλιστα δύο φορές.

Κάποια στιγμή μάλιστα, έπαιξε και στον κινηματογράφο σε ταινία του Φρανσουά Τριφό. Όταν ζούσε στην Αντίμπ ο Τριφό γύριζε την ταινία «Αμερικανική νύχτα».  Η υπόθεση αφορούσε τον θάνατο ενός ηθοποιού κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων μιας ταινίας και την άφιξη ενός Βρετανού ασφαλιστή που θα έλεγχε την πιθανότητα να συνεχιστούν τα γυρίσματα. Οι υποψήφιοι ηθοποιοί δεν ικανοποιούσαν τον Τριφώ και έβαλε αγγελία στις εφημερίδες. Έτσι εμφανίστηκε ο Γκριν με ψευδώνυμο και διεκδίκησε τον ρόλο, χωρίς να καταλάβει κανείς την ταυτότητά του. Όταν ο Τριφό έλεγχε το πρώτο υλικό πριν το μοντάζ, τον είδε και αναφώνησε: «Δεν είμαστε καλά! Αυτός είναι ο Γκράχαμ Γκριν!». Ζήτησε χίλιες φορές συγγνώμη από τον συγγραφέα, ο οποίος επέμεινε να παραμείνει στην ταινία χωρίς όμως να αναφερθεί το πραγματικό του όνομα. Μάλιστα είχε πει: «Ήμουν περίεργος να δω αν θα υπήρχε κανείς που θα με αναγνώριζε. Αυτό το μυστικό με διασκέδασε πράγματι για αρκετό καιρό».

 

Εργογραφία:

  •     The Man Within (début—1929)  (Ο προδότης)
  •     Stamboul Train (1932) (also published as Orient Express in the US)
  •     It’s a Battlefield (1934)
  •     England Made Me (also published as The Shipwrecked) (1935) – (Οι ναυαγισμένοι)
  •     A Gun for Sale (1936) – (Ένα όπλο για πούλημα)
  •     Journey Without Maps (1936) – (Ταξίδι δίχως χάρτες)
  •     Brighton Rock (1938)- (Ο βράχος του Μπράιτον), (Ανήλικος Δολοφόνος)
  •     The Lawless Roads (1939) (also published as Another Mexico in the US)- (Οι δρόμοι της ανομίας)
  •     The Confidential Agent (1939)- (
  •     The Power and the Glory (1940)- (Η δύναμη και η δόξα)
  •     The Ministry of Fear (1943)- (Το υπουργείο του φόβου)
  •     The Heart of the Matter (1948)- (Η καρδιά των πραγμάτων) [ατυχής μετάφραση τίτλου]
  •     The Third Man (1949) (novella written as a preliminary to Greene’s screenplay for the film The Third Man)- (Ο τρίτος άνθρωπος)
  •     The End of the Affair (1951)- Το τέλος μιας σχέσης
  •     Twenty-One Stories (1954) (short stories)- (Είκοσι μία ιστορίες)
  •     Loser Takes All (1955)- (Ο χαμένος τα παίρνει όλα)
  •     The Quiet American (1955)- (Ο ήσυχος Αμερικάνος)
  •     The Potting Shed (1956)
  •     Our Man in Havana (1958)- (Ο άνθρωπός μας στην Αβάνα)
  •     A Burnt-Out Case (1960)- (Καμμένο χαρτί)
  •     In Search of a Character: Two African Journals (1961)- (Αναζητώντας έναν χαρακτήρα Δύο Αφρικανοί δημοσιογράφοι)
  •     The Comedians (1966)- (Οι θεατρίνοι)
  •     Travels with My Aunt (1969) – (ταξίδια με τη θεία μου)
  •     A Sort of Life (1971)- (Μια κάποια ζωή)
  •     The Honorary Consul (1973) – (Η ερωμένη του διπλωμάτη)(Ο επίτιμος πρόξενος)
  •     The Human Factor (1978) – (Ο ανθρώπινος παράγοντας)
  •     Ways of Escape (1980)- (Τρόποι απόδρασης)
  •     Doctor Fischer of Geneva (1980) – (Ο Δόκτωρ Φίσερ απτη Γενεύη)
  •     Monsignor Quixote (1982)- (Μονσινιόρ Κιχώτης)
  •     Getting To Know The General: The Story of an Involvement (1984)
  •     The Tenth Man (1985)- (Ο δέκατος άνθρωπος)
  •     The Last Word (1990) (short stories)- (Η τελευταία λέξη)

 

 Απόψεις & Γνωμικά

Ο Γκράχαμ Γκριν απεχθανόταν να ακούει και να λέει τσιτάτα και γνωμικά. Τα παρακάτω είναι απλά φράσεις απομονωμένες από τα βιβλία του:

Στην Ελβετία, πεντακόσια χρόνια δημοκρατίας και ειρήνης, και ποιο ήταν το μεγαλύτερο επίτευγμά τους; Το ρολόι–κούκος!

  • Αυτός που ψάχνει το Θεό, τον έχει ήδη βρει.
  • Η αλήθεια δεν έχει καμιά πρακτική αξία για τους ανθρώπους. Είναι το ζητούμενο για μαθηματικούς και φιλόσοφους. Στις ανθρώπινες σχέσεις, όμως, η καλοσύνη και τα ψέματα αξίζουν όσο χίλιες αλήθειες.
  • Θεέ, σε μισώ. Σε μισώ σαν να υπήρχες πραγματικά!
  • Το κλίμα της Αγγλίας υπήρξε το πιο ισχυρό κίνητρο για την αποικιοκρατία.
  • Ο κόσμος δεν είναι άσπρο–μαύρο. Μάλλον είναι γκρι–μαύρο
  • Γιατί ο Θεός μας έδωσε γεννητικά όργανα αν ήθελε να σκεφτόμαστε λογικά;
  • Η εξομολόγηση δε χρειάζεται όταν αγαπάς τον καρπό του λάθους σου.
  • Όσο δεν είμαστε σίγουροι, είμαστε ζωντανοί.
  • Καλύτερα να έχεις αίμα στα χέρια σου παρά νερό, όπως ο Πιλάτος.
  • Η ηθικολογία έρχεται μαζί με τη θλιβερή σοφία της ηλικίας, όταν πια η αίσθηση περιέργειας έχει εξανεμισθεί.
  • Σ’ έναν τρελό κόσμο, πάντα φαίνεται απλούστερο να υπακούς.
  • Οι αρχές υπάρχουν για να παραβιάζονται. Είναι ανθρώπινο, αλλά και καθήκον.
  • Έτσι γίνεται πάντα: όταν καταφεύγεις στην έρημο, η σιωπή ουρλιάζει στ’ αυτιά σου.
  • Οι άνθρωποι που τους αρέσουν τα γνωμικά λατρεύουν τις άνευ νοήματος γενικεύσεις.
  • Οι άνθρωποι έχουν προσευχηθεί σε φυλακές, έχουν προσευχηθεί σε τρώγλες και στρατόπεδα συγκέντρωσης. Μόνο η μεσαία τάξη έχει την απαίτηση να προσεύχεται στο κατάλληλο περιβάλλον.
  • Εγώ πιστεύω ότι το σπίτι σου είναι εκεί όπου υπάρχει μια πολυθρόνα και ένα ποτήρι.
  • Υπάρχει πάντα η άλλη πλευρά σε κάθε αστείο, αυτή του θύματος.
  • «Μίντια» είναι μια λέξη που έχει καταντήσει να σημαίνει κακή δημοσιογραφία.
  • Η απελπισία είναι η τιμή που πρέπει να πληρώσεις όταν επιμένεις σε έναν ακατόρθωτο στόχο.
  • «Νομίζω ότι ένας κομμουνιστής οφείλει να έχει αμφιβολίες, όπως εμείς οι καθολικοί έχουμε τις δικές μας. Και πιστεύω πως μπορούμε να προσεγγίζουμε ο ένας τον άλλον μέσα από τις αμφιβολίες μας. Έργο του αφηγητή ιστοριών είναι να λειτουργεί ως δικηγόρος του διαβόλου, να προκαλεί συμπάθεια και κατανόηση για όσους βρίσκονται πέραν της επιδοκιμασίας του κατεστημένου».
  • Ποτέ δεν ξέρεις πότε θα έρθει το χτύπημα.  (η πρώτη φράση από τον «Τρίτο Άνθρωπο»)

 

 Βιβλιογραφία και πηγές φωτογραφιών

  • Life – Norman Sherry
  • Russian Roulette – The Life and Times of Graham Greene  – Richard Greene
  • A Cold Heaven, Graham Greene’s God, John Banville
  • The Unquiet Englishman: A Life of Graham Greene, By Richard Greene
  • Passport to reality, J.G. Ballard
  • A short Autobiography – Graham Greene
  • Religion and politics through  the literature lines and context of Graham Greene – V. Manoussaridis
  • Χρονολόγιο του Γκράχαμ Γκριν – Λίλυ Εξαρχοπούλου
  • Οι κινήσεις του Γκριν και η κίνηση του αναγνώστη – Ζαν Μπατίστ Μπαρονιάν
  • Wikipedia

 

[i] Το Χάρτφορντσάιρ (Heartforshire) είναι μια από τις κομητείες της Νοτίου Αγγλίας. Συνορεύει με το Μπέντφορσάιρ (Bedfordshire) και το Όξφοντσάιρ (Oxfordshire) προς Βορά, Με το Βόρειο Έσσεξ North Essex) προς Ανατολάς, στα Νότια βρίσκεται το Μέγα Λονδίνο και Δυτικά το Μπάκινχαμσάιρ (Buckinghjamshire),.

[ii] Ρόμπερτ Λιούις Στίβενσον: Ο Ρόμπερτ Λούις Μπάλφουρ Στήβενσον (Robert Louis Balfour Stevenson, 13 Νοεμβρίου 1850 – 3 Δεκεμβρίου 1894) ήταν Σκοτσέζος μυθιστοριογράφος, ποιητής, δοκιμιογράφος, μουσικός και ταξιδιωτικός συγγραφέας. Τα πιο διάσημα έργα του είναι Το νησί των θησαυρών, το Δόκτωρ Τζέκυλ και Κύριος Χάυντ και Η Απαγωγή. Άλλα έργα του είναι Ο Άρχοντας του Μπάλαντρι και Το Μαύρο Βέλος: Μια ιστορία των Δύο Ρόδων. Ο Ρ.Λ. Στίβενσον ενέπνευσε και επηρέασε τον Τζόζεφ Κόνραντ.

[iii] Η έκθεση, αφού περιέγραφε την κατάσταση στο ΕΙΡΤ, έκανε ριζοσπαστικές προτάσεις αναδιοργάνωσης, όπως μετατροπή σε νομικό πρόσωπο, αποστρατικοποίηση της ΥΕΝΕΔ και συγχώνευση με την ΕΡΤ, αλλαγή νοοτροπίας και καλύτερη χρηματοδότηση. Μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1970 τα δύο κανάλια συνέχισαν χωρίς σημαντικές αλλαγές, σχεδόν αποκλειστικά με ενημερωτικό πρόγραμμα και κάποια σίριαλ με ολιγόωρο πρόγραμμα στην τηλεόραση.

[iv] To Μπαλλιολ είναι από τα παλαιότερα κολλέγια της Οξφόρδης (ιδρύθηκε το 1263).

[v] Βίβιεν Ντάιρελ Μπράουνινκ (Γκριν). Γεννήθηκε στη Ροδεσία (σημερινή Ζάμπια & Ζιμπάμπουε). Έζησε πολύ δύσκολα παιδικά χρόνια σε μια δυσλειτουργική οικογένεια. Παντρεύτηκε τον Γκράχαμ Γκριν και απέκτησε μαζί του 2 παιδιά. Έκανε μια τεράστια συλλογή από κουκλόσπιτα, και έγραψε βιβλία για αυτά. Το 1962 έγινε ένα μουσείο το οποίο συγχρηματοδότησε ο Γκράχαμ και στέγασε την συλλογή της. Πέθανε στις 19 Αυγούστου 2003 στο Οξφορντσάιρ.

[vi] Ο θρησκευτικός προσανατολισμός της οικογένειάς του, ήταν αρκετά ελεύθερος, φιλελεύθερος χριστιανικός. Ομοίως οι πολιτικός προσανατολισμός των γονιών του ήταν ανοιχτός και φιλελεύθερος. Από την πλευρά της μητέρας, ο παππούς του, ήταν κατώτερος κληρικός και σε μια κρίση συνείδησης αποδύθηκε το εκκλησιαστικό ένδυμα.

[vii] Αστυνομικό-δικαστικο θρίλερ με θέμα το λαθρεμπόριο. Το 1947 έγινε ταινία με τίτλο The Smugglers, με πρωταγωνιστή τον Richard Attenborough στον βασικό ρόλο.

[viii] Αστυνομικό-κοινωνικό θρίλερ με αρκετές πινελιές φιλοσοφικών προβληματισμών.

[ix] Περιπέτεια στην Ισπανία την περίοδο του Εμφύλιου, με αρκετές πολιτικές αιχμές.

[x] Η πρώτη κινηματογραφική μεταφορά του μυθιστορήματος έγινε το 1947 με πρωταγωνιστή τον Richard Attenborough. Υπήρξε όμως και μια πρόσφατη μεταφορά το 2010 με εξαιρετικό κάστινγκ (Sam Riley, John Hurt, Helen Mirren κ.α.) Και οι δύο ταινίες ήταν βρετανικές παραγωγές.

[xi] Ο Γκριν θα πει:  «Η ιστορία άλλαξε σιωπηρά, κι έτσι η πλοκή έπαψε ν’ αφορά ένα αγοράκι που άθελά του πρόδωσε τον καλύτερό του φίλο στην αστυνομία, αλλά αντίθετα καταπιάστηκε μ’ ένα αγοράκι που πίστεψε πως ο φίλος του ήταν δολοφόνος και σχεδόν προκάλεσε τη σύλληψή του λέγοντας ψέματα για να τον υπερασπιστεί. Νομίζω ότι αυτό, ειδικά με τους χειρισμούς του Ριντ, ήταν ένα καλό θέμα, αλλά ο αναγνώστης δεν πρέπει να εκπλαγεί μη βρίσκοντάς το στο επίκεντρο της αρχικής ιστορίας».

[xii] Το 1953, το Ιερό Γραφείο της Ρώμης, τον ενημέρωσε ότι το βιβλίο αυτό έβλαπτε την φήμη και την αξιοπιστία της ιεροσύνης. Αργότερα όμως ο Γκριν εξασφάλισε ιδιωτική ακρόαση με τον Πάπα Παύλο τον  6o, ο Ποντίφικας του εμπιστεύτηκε ότι με εξαίρεση κάποια κομμάτια του βιβλίου του που μπορούσαν να θίξουν μια μερίδα Καθολικών, καλό θα ήταν να αγνοεί την αρνητική κριτική. Το μυθιστόρημα θεωρείται το καλύτερό του και είναι αυτό που τον καθιέρωσε στον λογοτεχνικό κόσμο. “Θεωρείται κατά γενική ομολογία το αριστούργημά του, το βιβλίο του Γκριν που χαίρει της μεγαλύτερης εκτίμησης τόσο από το κοινό όσο και από τους κριτικούς” έγραψε ο Τζον Άπνταϊκ.  Το έργο μάλιστα μεταφέρθηκε και στον κινηματογράφο το 1964 από τον Τζον Φορντ με πρωταγωνιστή τον Χένρι Φόντα.

[xiii] Η Δημοκρατία της Σιέρα Λεόνε είναι χώρα της δυτικής Αφρικής. Συνορεύει βορείως με τη Γουινέα, νοτίως με τη Λιβερία ενώ δυτικά βρέχεται από τον Ατλαντικό ωκεανό. Η ονομασία «Σιέρα Λεόνε» προέρχεται από την πορτογαλική ονομασία της χώρας Serra Leoa, που σημαίνει Οροσειρά των Λεόντων. Κατά τη διάρκεια του 18ου αιώνα η Σιέρα Λεόνε ήταν στρατηγικό λιμάνι για το δουλεμπόριο μεταξύ ηπείρων. Ιδρύθηκε από την Εταιρεία της Σιέρα Λεόνε (Sierra Leone Company) σαν τόπος διαμονής των άπορων Μαύρων του Λονδίνου το 1791. Ο πρώτος οικισμός ήταν η πρωτεύουσα, η Φρίταουν. Το 1808 η Φρίταουν έγινε αποικία του Βρετανικού Στέμματος και το 1896 το εσωτερικό της χώρας έγινε βρετανικό προτεκτοράτο. Η χώρα απέκτησε την ανεξαρτησία της το 1961, ενώ την περίοδο 1991-2000 υπέφερε από έναν καταστροφικό εμφύλιο πόλεμο. Προκειμένου να θέσει τέλος στον εμφύλιο, ο Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών και οι βρετανικές δυνάμεις προχώρησαν στον αφοπλισμό 17.000 στρατιωτών και ανταρτών.

[xiv] Οι Life peers λάμβαναν έναν τιμητικό τίτλο ευγενείας που όμως διατηρούσαν οι ίδιοι και δεν μπορούσαν να τον κληροδοτήσουν στους απόγονούς τους.

[xv] Ο Φουλγκενσιο Μπατίστα Ι Ζαλντιβαρ, υπήρξε αξιωματικός και πολιτικός και εξελέγη πρόεδρος της Κούβας από το 1940 έως το 1944 ενώ με την στήριξη των Ηνωμένων Πολιτειών εγκατέστησε στη χώρα μια σκληρή δικτατορία το 1952 η οποία ανατράπηκε το 1959 από την μεγάλη Κουβανική Επανάσταση.

[xvi] Το 1983, ο Γκριν θα πει σε μια συνέντευξη: «Τον θαυμάζω για το κουράγιο του και για την αποτελεσματικότητα και την επάρκειά του, όμως διαφωνώ με την εμμονή του για εξουσία. Όλες οι πετυχημένες επαναστάσεις, όσο κι αν ξεκινούν με ιδεαλιστικά κίνητρα, προδίδουν τον εαυτό τους στο τέλος.»

[xvii] Η Daily Mail έγραψε: Κανένα τέλος στις σχέσεις. Διχασμένος ανάμεσα στην πίστη και τη λαγνεία, θα μπορούσε να επισκεφτεί πρώτα ένα μοναστήρι και αμέσως μετά ένα μπουρδέλο! Η αδυναμία του στο αλκοόλ, τις γυναίκες και το όποιο, δεν τον εμπόδισαν να γράψει κλασικά μυθιστορήματα.

 

Β.Μ.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Από αριστερά προς τα δεξιά:

Λούσι Γκριν (κόρη του Γκράχαμ), ο Γκράχαμ, Ντέιβιντ Λιούις, Ντέμπορα Κερ

 

[xviii] Προφανώς αναφέρεται στον Κιμ Φίλμπ, διπλό πράκτορα (Βρετανών-Σοβιετικών)

Posted on

«Όταν ο λευκός γίνεται τύραννος, αυτό που καταλύεται είναι η δική του ελευθερία».

ΠΥΡΟΒΟΛΩΝΤΑΣ ΤΟΝ ΕΛΕΦΑΝΤΑ & ΣΤΗΝ ΑΓΧΟΝΗ – ΤΖΟΡΤΖ ΟΡΓΟΥΕΛ

Τα δύο σύντομα, διηγήματα του Όργουελ πραγματεύονται την αφαίρεση της ζωής δύο έμβιων όντων από εκπροσώπους της Βρετανικής Αυτοκρατορίας στη Βιρμανία. Ο συγγραφέας χρησιμοποιώντας τη φόρμα του διηγήματος, αλλά αξιοποιώντας ταυτόχρονα και τις αρετές του δοκιμίου, περιγράφει τη θανάτωση ενός ελέφαντα σε αμόκ και τον απαγχονισμό ενός ντόπιου από την αποικιοκρατική διοίκηση.
Το τελετουργικό στοιχείο της θανάτωσης γίνεται η αφορμή για ένα καυστικό σχόλιο πάνω στις αντιφάσεις που βιώνει όποιος βρίσκεται στην υπηρεσία της αποικιοκρατικής διοίκησης. Η θανάτωση του ελέφαντα αποτελεί για τον συγγραφέα μια αφορμή για να στοχαστεί πάνω στη φύση του ιμπεριαλισμού. Μια πράξη καθήκοντος, όπως ο απαγχονισμός, προτρέπει σε αναστοχασμό και περισυλλογή.
Η ανακούφιση την οποία αισθάνονται οι αξιωματούχοι για τις πρόζες αυτές, μπορεί να είναι λυτρωτική αλλά μόνο προσωρινά. Η ζωή συνεχίζεται με την ίδια ρουτίνα, τους ίδιους αξιακούς κώδικες και τους κανόνες της διοίκησης που συγκροτούν ένα πλέγμα απάνθρωπης αποικιοκρατικής εξουσίας.
Τελικά, το κυρίαρχο ερώτημα «ποιος είναι ο ελέφαντας στο δωμάτιο της αποικιοκρατίας», οδηγεί σε μια κρίση για την ίδια την αποικιοκρατία ως συνθήκη εξουσίας και νοηματοδότησης του βίου όσων ζουν υπό το καθεστώς της είτε ως εξουσιαστές είτε ως εξουσιαζόμενοι. Μπορεί ο συγγραφέας να μην είναι τόσο τολμηρός ώστε να ονοματίσει τον «ελέφαντα στο δωμάτιο», παρέχει όμως όλα τα στοιχεία για να το κάνει ο αναγνώστης.
(Από την περίληψη στο οπισθόφυλλο)

Η επιλογή των δύο αυτών διηγημάτων είναι συμβολιστική. Η εκτέλεση ενός ζώου-εργαλείου και ο απαγχονισμός ενός ανθρώπου-εμποδίου, σε σχέση με την αποικιοκρατική φιλοσοφία και νοοτροπία του 18ου και του 19ου αιώνα, μας αφήνει να κατανοήσουμε το αξιακό σύστημα του κατακτητή.
Ο Όργουελ ο οποίος ήταν ορκισμένος εχθρός του ολοκληρωτισμού, σε αυτά τα δύο κείμενα θίγει αρκετά και σοβαρά ζητήματα που θεωρητικά λύθηκαν από την «πολιτική ορθότητα» του 20ού & 21ου  αιώνα αλλά στην ουσία δεν λύθηκαν ποτέ.
Ένα από τα βασικά ζητήματα είναι ο ρατσισμός. Ένας ρατσισμός χωρίς αιτία, χωρίς προηγούμενο. Ο «λευκός» και οι άλλοι. Ο ρατσισμός προκύπτει από την χριστιανική θρησκεία σε μεγάλο βαθμό. Ο Χριστός σε ανατολή και δύση απεικονίζεται ξανθός με γαλανά μάτια και σουηδικά χαρακτηριστικά. Όλες οι συντηρητικές κοινωνίες της «Δύσης», αναπαράγουν αυτό σαν πρότυπο και το επιβάλουν όταν και όποτε τους εξυπηρετεί, αποκρύπτοντας το γεγονός ότι ακόμα κι αν υπήρξε αυτό το πρόσωπο, λόγω της Παλαιστινιακής καταγωγής του πιθανότατα δεν θα είχε την παραμικρή ομοιότητα με αυτή την απεικόνιση. Αυτό το πρότυπο όμως, εργαλειοποιείται ώστε να αποτελέσει σοβαρή αιτία για την οικονομική και διοικητική εκμετάλλευση ολόκληρων Ηπείρων. Αυτό, και φυσικά η θρησκεία ως «εταιρεία» και μέσω επιβολής. Οι μεγάλοι αποικιοκράτες όπως είναι γνωστό είναι οι Άγγλοι, οι Γάλλοι, οι Ολλανδοί, οι Γερμανοί και οι Ισπανοί και Πορτογάλοι. Δηλαδή οι ισχυροί Καθολικοί θαλασσοπόροι με εύκολη έξοδο στον Ατλαντικό και οι ακόμα ισχυρότεροι Προτεστάντες (και Αγγλικανοί) της Βορειοκεντρικής Ευρώπης.
Η τεχνολογική «πρόοδος» στον τομέα των πολεμικών μηχανών και όπλων βοήθησε αρκετά στην υποδούλωση. Ο σκοπός ήταν ένας: Η κατάκτηση του πλούτου σε ξηρά και θάλασσα μέχρις εξαντλήσεως των φυσικών πόρων που ήταν χρήσιμοι κατά περίπτωση. Άλλοτε αυτοί ήταν ο χρυσός, άλλοτε τα διαμάντια, το πετρέλαιο, το ελεφαντόδοντο, τα δέρματα, τα σιτηρά κ.ο.κ. Φυσικά για την απόκτησή τους, την εξόρυξη ή την καλλιέργεια και την μεταφορά χρειάζονταν ανθρώπινα χέρια﮲ και από το να «κουβαλήσει» ο κατακτητής τα αντίστοιχα πλήθη εργατών από τη χώρα του με τεράστιο κόστος και να εποικήσει αυτά τα μέρη ή να πολεμήσει για την κατάκτισή τους, προτίμησε να αποικήσει και να χρησιμοποιήσει τον ντόπιο πληθυσμό ως εργατικό δυναμικό. Όπου τα πράγματα ήταν δύσκολα αλλά μπορούσε να υπερτερεί σε άμεση δύναμη, χρησιμοποίησε βία. Όπου η κατάσταση φαινόταν ανώτερη του κατακτητή, αυτός έσπερνε έναν εμφύλιο πόλεμο και τον άφηνε να κάνει εκείνος τη δουλειά του. Έμπαινε σαν ειρηνευτής και μεσολαβητής επιβάλλοντας (αν και όχι πάντα) μια ισορροπία που πάντοτε ήταν προς όφελός του, έχοντας πουλήσει όπλα και στις δύο αντιμαχόμενες πλευρές.
(Αξίζει να σημειώσουμε ότι η Βιρμανία βρίσκεται στην Ανατολική πλευρά του Κόλπου της Βεγγάλης ΒΔ της Ταϊλάνδης και προσαρτήθηκε στις Βρετανικές αποικιακές κτήσεις το 1826. Απέκτησε την ανεξαρτησία της από τους Άγγλους το 1948 μετά από τρεις Βιρμανο-Αγγλικούς πολέμους. Το όνομά της άλλαξε σε Μιανμάρ, αλλά χρησιμοποιούνται σχεδόν το ίδιο και τα δύο ονόματα. Πέρασε από πολλές πολιτικές ανακατατάξεις όμως σήμερα βρίσκεται σε μια από τις χειρότερες καταστάσεις στην ιστορία της αφού το 2021 μετά από ένα πραξικόπημα του Min Aung με στρατιωτικούς καθαίρεσαν την εκλεγμένη Aung San Suu Kyi και την φυλάκισαν με αιτιολογία την υποτιθέμενη παραβίαση των πρωτοκόλλων για τον Covid, εγκαθιστώντας στην Μιανμαρ μια σκληρή χούντα.)

Ας μην ξεχάσουμε τα κυνηγετικά ήθη που επέδειξε το Αμερικανός Πρόεδρος Θίοντορ Ρούσβελτ ανά τον πλανήτη γύρω στα 1905-1910. Είναι αμέτρητες οι φωτογραφίες του πάνω από πτώματα βυσώνων, καμηλοπαρδάλεων, πούμα, τσιτάχ, ρινόκερων, ελεφάντων, αρκούδων, ταράνδων, λεονταριών κλπ. Παραθέτουμε μια λίστα από 512 ζώα που κατάφερε ο ίδιος και ο γιος του να εξολοθρεύσουν σε ένα και μόνο σαφάρι.
( φωτο: Teddy and Kermit’s massive tally. Roosevelt via Archive.org)
Η λογική δεν ήταν φυσικά το σπορ αλλά η μέθη που προέρχονταν από την άνεση και τη δυνατότητα να βιάζουν και να επιβάλλονται με τα όπλα σε οτιδήποτε κινείται. Μάλιστα κανείς δεν θα τολμούσε να κατηγορήσει τον πρόεδρο των ΗΠΑ για αυτό. Αντιθέτως επαινούσαν τον ίδιο και τα κατορθώματά του.

Το άλλο ζήτημα που θέτει ο Όργουελ σε αυτά τα δύο διηγήματα είναι η τυπολατρική ατολμία των δημοσίων λειτουργών που συνήθως ήταν Ευρωπαίοι αξιωματούχοι. Το κύριο μέλημα του λειτουργού ήταν να κρατάει τις ισορροπίες και την ειρήνη στην περιοχή της δικαιοδοσίας του ακόμα κι αν επρόκειτο να διαπράξει μια αδικία. Οι λειτουργίες τους ήταν διεκπερεωτικές. Το συναίσθημα ήταν περιττό εμπόδιο. Όλα θα έπρεπε να αντιμετωπίζονται σαν μια παρτίδα σκάκι. Κάθε κίνηση όφειλε να παράξει ένα θετικό προς τον κατακτητή αποτέλεσμα ανεξάρτητα με τον αντίκτυπό του στον λειτουργό σε συναισθηματικό επίπεδο. Έτσι βλέπουμε τον Βρετανό αξιωματούχο στην Βιρμανία να λειτουργεί μόνο με λογικούς συλλογισμούς. Κανένα συναίσθημα. Για να το κάνει ακόμα πιο ισχυρό ο συγγραφέας τον βάζει να αφηγείται ο ίδιος την ιστορία σε πρώτο πρόσωπο.
Η άδικη θανάτωση ενός ελέφαντα και μάλιστα με αργό, δύσκολο τρόπο (που πέρα από ένα πολύτιμο εργαλείο για την αγροτική και μεταφορική οικονομία της Βιρμανίας ήταν ένας ζωντανός οργανισμός), δεν προκαλεί αυτή καθαυτή καμία συναισθηματική φόρτιση στον «δράστη». Το μόνο που βλέπουμε να κάνει είναι λογικές συνδυαστικές σκέψεις. Πρέπει να φέρει σε πέρας την θανάτωση γιατί αυτό φαινόταν το σωστότερο να γίνει την δεδομένη στιγμή. Το ότι ήταν κρίμα που αυτό το ζώο θανατώθηκε ναι μεν το αποδέχεται, όμως κάνοντάς το γλίτωσε το «τομάρι» του.

Στην «Αγχόνη» επικρατεί η ίδια λογική και η παντελής έλλειψη συναισθήματος. Το διήγημα αφορά έναν δυστυχή Βιρμανό ο οποίος πρόκειται να εκτελεστεί, στο ικρίωμα. Δήμιος και Διευθυντής επιδεικνύουν μηδενική έκφραση ανθρωπιάς. Όπως βάζει κανείς μια σφραγίδα και αρχειοθετεί ένα χαρτί, έτσι ο Διευθυντής των φυλακών λέει: «Οκτώ λεπτά. Πάει και αυτό, Δόξα τω Θεώ». Απλά, φυσικά, χωρίς ένταση ή φόρτιση, όπως συμπληρώνει κάποιος το ωράριό του ή αρμέγει και την τελευταία αγελάδα του κοπαδιού του.
Η ίδια διεκπεραιωτική, χωρίς συναίσθημα συμπεριφορά προβάλλεται και στη «Χονολουλού» από τον Σώμερσετ Μωμ. Στα διηγήματα αυτής της συλλογής οι δυτικοί διεκπεραιώνουν, κερδίζουν, τελειώνουν, κάνουν δουλειά. Κανείς δεν έχει αναστολές που το αντικείμενο των προαναφερθέντων δράσεων είναι άνθρωποι. Μάλιστα σε αυτή την περίπτωση έχουμε διαφορετικές «φυλές» (εθνικότητες) λευκών, να συνεργάζονται, να διαφωνούν ή να συγκρούονται.
Εμείς προτείνουμε ανεπιφύλακτα την ανάγνωση και των δύο βιβλίων που πέρα από λογοτεχνικά έργα αποτελούν τροφή  για σκέψη και προβληματισμό πάνω στο πιο διαχρονικό ζήτημα:
Την εκμετάλλευση του ανθρώπου από άνθρωπο.

Β.Μ.

 

ΠΥΡΟΒΟΛΩΝΤΑΣ ΤΟΝ ΕΛΕΦΑΝΤΑ * ΣΤΗΝ ΑΓΧΟΝΗ – ΤΖΟΡΤΖ ΟΡΓΟΥΕΛ, GEORGE ORWELL – ΟΙΑΚΙΣΤΗΣ

 

ΧΟΝΟΛΟΥΛΟΥ ΚΑΙ ΑΛΛΑ ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ – ΣΟΜΕΡΣΕΤ ΜΩΜ, SOMERSET MAUGHAM

 

Posted on

Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας 2021 στον Αμπτουλραζάκ Γκούρνα

Άλλες Ζωές – Αμπντουλραζάκ Γκούρνα – Εκδόσεις Ψυχογιός

Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας 2021 στον Αμπτουλραζάκ Γκούρνα και άλλα τινά.

Αμπτουλραζάκ Γκούρνα. Γεννημένος στις 20 Δεκέμβρη του 1948 στη Ζανζιβάρη, έζησε δραματικές στιγμές και καταστάσεις από τα τρυφερά του χρόνια. Εκείνη την περίοδο η Ζανζιβάρη ήταν Σουλτανάτο. *
Σε ηλικία 18 ετών, την περίοδο της Επανάστασης της Ζανζιβάρης (σήμερα μέρος της Τανζανίας) αναγκάστηκε να φύγει από τη χώρα του για να γλιτώσει τους διωγμούς.* Βρήκε καταφύγιο στην Αγγλία και από το 1968 ζει και δημιουργεί εκεί, επιλέγοντας μάλιστα τα Αγγλικά ως τη γλώσσα στην οποία συγγράφει. (Η μητρική του γλώσσα είναι η Σουαχίλι).
Το διδακτορικό του στο Κεντ ασχολείται με την δυτικοαφρικανική μυθοπλασία. Δίδαξε στο Κεντ και συνταξιοδοτήθηκε από εκεί.

Το συγγραφικό του έργο, έχει ως κύριο θέμα το προσφυγικό που τον απασχολούσε ιδιαίτερα, μια που ο ίδιος το είχε ζήσει στο πετσί του όταν στην εφηβεία του ακόμα “δραπέτευσε” από μία χώρα που σπαράσσονταν από επιβολή κατοχής, φυλετικές εκκαθαρίσεις και εμφύλιο πόλεμο.
Με αυτό σαν κύριο χαρακτηριστικό στη θεματολογία και το συνολικό του έργο που προβάλει και αναδεικνύει το ζήτημα της προσφυγιάς, αλλά και για την “ασυμβίβαστη και συμπονετική διείσδυσή του στις επιπτώσεις της αποικιοκρατίας και της μοίρας των προσφύγων μεταξύ πολιτισμών και ηπείρων”, τιμήθηκε με βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας το 2021.

Abdulrazak Gurnah, Tanzanian, writer, novelist, academic, portrait, Modena, Italy, 6th April 2006. (Photo by Leonardo Cendamo/Getty Images)

Ο Γκούρνα δεν είχε μεταφραστεί ποτέ ως τώρα στα ελληνικά…
Αναρωτιόμαστε αν το προσφυγικό και η αποικιοκρατία (ως πρακτική), για κάποιο λόγο μας αφήνει αδιάφορους σαν λαό. Πιθανά, ακριβώς με τον ίδιο τρόπο που εκφράζουμε ρατσισμό, ελιτισμό, διάκριση και επιθετικότητα, επιλέγουμε να αξιολογούμε κάτι που θεωρούμε ότι δεν αφορά “εμάς”. Το πρόβλημα όμως έγκειται στο ποιοι επιλέγουν και ποιοι είμαστε εμείς.
Είναι πολύ αποκαρδιωτικό όταν ο κόσμος των γραμμάτων μιας χώρας σαν τη δική μας, λειτουργεί με λογικές απόλυτα οικονομίστικες, με το σύστημα αξιολόγησης πώλησης και κερδοφορίας ABC και ενώ κάποια ανάξια λόγου και σημασίας πονήματα σκαρφαλώνουν στις πληρωμένες λίστες ευπώλητων, κάποια βιβλία με αξιοσημείωτο βάρος, είτε δεν μεταφράζονται και δεν εκδίδονται ποτέ, ή παραμένουν στο απόλυτο σκοτάδι. Πρόκειται για σημάδι πολιτιστικής παρακμής.
Κάποτε, συζητώντας με έναν “μεγάλο” εκδότη, για έναν συγγραφέα που τότε ήταν ακόμα άγνωστος, του είπα πόσο καλός είναι, πόσο όμορφα χειρίζεται την ελληνική γλώσσα και πόσο αξιόλογο είναι το βιβλίο του και τον ρώτησα γιατί μέσα στις τόσες προωθητικές κινήσεις που κάνουν σαν εκδοτικός, δεν κάνουν και κάτι για τον συγκεκριμένο. Η απάντηση του εκδότη ήταν: ‘έλα μωρέ, δεν τον ξέρει ούτε η μάνα του’! Επειδή όμως κάποιες φορές η πραγματική αξία καταφέρνει να αναδυθεί, σήμερα τον συγκεκριμένο συγγραφέα δεν το ξέρει μόνο η μάνα του αλλά και πολύς άλλος κόσμος, τα αρκετά πλέον βιβλία του έχουν αποφέρει άφθονο χρήμα στον εκδότη, ενώ συγγραφέας και βιβλία πλέον παρουσιάζονται με περίσσια υπερηφάνεια στην επικοινωνιακή δραστηριότητα του ίδιου εκδοτικού που κάποτε τον αντιμετώπιζε αν όχι με χλευασμό, τουλάχιστον με αδιαφορία…

… Όταν το αδιάφορο γίνεται “mainstream” !

Έτσι λοιπόν, και μέχρι την απόκτηση του Νόμπελ, κανείς δεν είχε προφανώς ενδιαφερθεί να εκδώσει τον Αμπντουλραζάκ Γκούρνα στη γλώσσα μας (άλλωστε έχει γίνει και με άλλους, όπως η Τόκαρτσουκ, ο Γιάροσλαβ Σάιφερτ κ.α.). Όταν όμως ένας συγγραφέας φέρει και τη σφραγίδα εκτίμησης της Ακαδημίας (της ίδιας Ακαδημίας που το 2018 δεν απέδωσε το βραβείο διότι τα μέλη της επιτροπής αλληλομηνύονταν)** αξιολογείται διαφορετικά από τον εκδότη. Σημασία λοιπόν δεν έχει η αξία του συγγραφέα ή του έργου αλλά η υπεραξία που του αποδίδει η δημοσιότητα… Το περιφρονημένο και το περιφερειακό, γίνεται αξιόλογο. Το underground γίνεται mainstream (για να μας αντιληφθούν και οι οικονομολόγοι και επικοινωνιολόγοι που αποφασίζουν τι μας αρέσει ή τι θα μας αρέσει).

Με αυτή τη λογική βέβαια κατανοούμε ότι πολλά διαμάντια βρίσκονται στη λάσπη και δεν θα αναδυθούν παρά μόνο κατά τύχη ή αν υπάρχει ειδικό οικονομικό όφελος.
Αρκετές φορές βεβαίως, από “μικρούς” – σε μέγεθος και όχι σε αξία – εκδοτικούς, βλέπουμε να εκδίδονται και να στηρίζονται πολύ αξιόλογες συγγραφικές δουλειές που όμως λόγω μάρκετινγκ παραμένουν σε μικρή κλίμακα διάδοσης. Και εδώ θα πρέπει να είμαστε δίκαιοι με αυτούς τους εκδότες που επί χρόνια προσπαθούν να είναι συνεπείς και να εκδίδουν αξιόλογα βιβλία, αλλά όμως βρίσκονται να δίνουν εξαντλητικές μάχες είτε για να αποκτήσουν τα δικαιώματα είτε να χρηματοδοτήσουν την διαδικασία της έκδοσης κάποιου αξιόλογου βιβλίου, με αμφίβολα αποτελέσματα, χωρίς ενισχύσεις και προωθήσεις από παράλληλες πηγές και μέσα, ενώ ταυτόχρονα βρίσκουν τις πόρτες της διάδοσης κλειστές.

Εν τέλει, φτάσαμε να πιάσουμε στα χέρια μας, το “Άλλες Ζωές” του Αμπτουλραζάκ Γκούρνα, οκτώ μήνες μετά την βράβευση του συγγραφέα. Δεν εκδόθηκε από κάποιον μικρό εκδοτικό οίκο όπως πλέον είναι φυσικό… Παρόλα αυτά, η απογοήτευση ήταν δεδομένη όταν διαβάσαμε στο οπισθόφυλλο: Πρώτη έκδοση 5.000 αντίτυπα. Όχι τυχαία… Θα μπορούσαμε να αναφέρουμε κάποια άλλα που γράφουν: Πρώτη έκδοση 20.000 αντίτυπα, αλλά θα ήταν πραγματική ασέβεια από μέρους μας στον Αμπτουλραζάκ Γκούρνα και στο έργο του. Άλλωστε, υπάρχουν αρκετά άλλα βιβλία αντίστοιχης αξίας που δεν ευτύχησαν να φτάσουν καν τη χιλιάδα…
Το βιβλίο είναι συναρπαστικό· “σπαρακτικό” όπως αναφέρει και η Guardian.
Η υπόθεση μας ταξιδεύει σε μια αφρικανική περιοχή όπου η ζωή είναι αποτέλεσμα συσχετισμού δυνάμεων που μάχονται για την επικράτηση, ενώ ένας ακόμα καθοριστικός παράγοντας είναι η πείνα, αλλά και οι αρρώστιες και η εξαθλίωση. Όλοι γνωρίζουμε ότι ο Μεγάλος Πόλεμος (Α’ Π.Π.) άλλαξε τον ρου της ιστορίας σε πολιτικό, κοινωνικό και πολιτιστικό επίπεδο στον αναπτυγμένο κόσμο. Πόσα όμως γνωρίζουμε για την Αφρική; Άραγε τόλμησε κανείς να μας εξηγήσει τα παιχνίδια επικράτησης και εξασφάλισης πλούτου και δύναμης π.χ. των Βρετανών ή των Γερμανών σε περιοχές όπως η Τάνγκα της Τανζανίας;
Και αλήθεια, μπήκαμε ποτέ στη θέση αυτών των ανθρώπων που χωρίς να προκαλέσουν, βρέθηκαν στο τεντωμένο νήμα της διελκυστίνδας δύο δυνάμεων, ξένων προς αυτούς, που όμως απλά μπορούσαν να βρίσκονται εκεί, με το θράσος και την έπαρση όχι του κατακτητή, αλλά του αποικιοκράτη-εκμεταλλευτή; Και μετά από όλο αυτό, πόσο έχει αλλάξει η ζωή τους; Πόσο η εκμετάλλευση από τη Δύση έχει παγιώσει μια πραγματικότητα που απέχει από την ειρήνη και την ασφάλεια; Το έθνος “Μεσίας” εντάσσει μια ολόκληρη νησιωτική χώρα σε μια οικονομική και διοικητική φόρμα που το βολεύει.
Ο συγγραφέας μέσα από ένα ανθρωποκεντρικό μυθιστόρημα που περιέχει πολλά αυτοβιογραφικά στοιχεία, περιγράφει τη φρικαλεότητα που έχει υποστεί η Μαύρη Ήπειρος από τον πολιτισμένο κόσμο, που χορτάτος και ποδημένος παίζει παρτίδες σκάκι με πιόνια τα πεινασμένα παιδιά, τους νέους που τρέφουν την ελπίδα να ζήσουν καλύτερα, γέροντες που πεθαίνουν χωρίς εργασία από εξάντληση και ασθένειες, με το φάντασμα του δουλεμπορίου να σκοτεινιάζει το παρελθόν τους. Οι βασικοί χαρακτήρες του βιβλίου είναι νέοι, με όραμα και όνειρα, με την ανάγκη να ερωτευθούν, και αγκιστρώνονται στην ελπίδα του καλύτερου μέλλοντος, ενώ γύρω ο κόσμος τους καταρρέει και μεταλλάσσεται. Τις μεγάλες σοφίες όμως τις διηγούνται οι γεροντότεροι, που γνώρισαν και συχνά αφηγούνται την πρότερη κατάσταση, που όσο φαύλη και σαθρή, όσο φρικιαστική κι αν ήταν κάποιες φορές, φάνταζε καλύτερη, γιατί το χρήμα, -μαύρο και ματωμένο, ναι- μοιράζονταν σε περισσότερους. Οι ντόπιοι έβρισκαν δουλειές, κατάφερναν να επιβιώσουν και για τα καθόλου φιλόδοξα και μεγαλόπνοα σχέδιά τους σχεδόν ευημερούσαν.

http://www.promith.gr/product/αλλεσ-ζωεσ-αμπντουλραζακ-γκουρνα-abdulrazak-gurnah/

Σε πρώτο πλάνο είναι η εξαθλίωση, διακοσμημένη με έναν παραδοσιακό ρομαντισμό που λειτουργεί λίγο σαν φόβητρο. Για να παραμείνουν -για παράδειγμα- στους γνωστούς τους χώρους που ενδεχομένως τους παρείχαν κάποια ασφάλεια έπρεπε οι θρύλοι να είναι τρόπος ζωής και αντικίνητρο για περιπλανήσεις.
Πολύ σημαντικό ρόλο στην υπόθεση έχει η σχέση των δύο νέων και όλη η κοινωνική ισορροπία που επικρατούσε εκείνη την περίοδο. Η γυναίκα, ο άντρας, η δουλειά, η οικογένεια, η θρησκεία. Μια γραμμή, μια διαδικασία, μια συνήθεια μέσα από την οποία οι άνθρωποι παρέμεναν σε ομάδες. Παρόλα αυτά κάποιοι “δραπέτευαν” και κάποιοι αναπολούσαν τις σχέσεις που είχαν αναπτύξει με τους ξένους που είχαν φύγει και έμοιαζε σαν καρβουνάκι που θα κρατούσε την ελπίδα τους ζεστή. Πολύ σημαντική και ενδεικτική είναι η συζήτηση του ζευγαριού για τον Γερμανό πάστορα και τον χωρισμό.

Το βιβλίο μεταφέρει πολλά ιστορικά στοιχεία, τα οποία η Δύση μέσα στη φιλαρέσκειά της αγνοεί. Κυρίως όμως ασχολείται με τον ίδιο τον άνθρωπο και τη γεμάτη αντιφατικές εκφράσεις φύση του. Η αφήγηση διατρέχει μια έκταση συναισθημάτων και πράξεων που ξεκινάει από το απόλυτο καλό και φτάνει μέχρι την φρικαλεότητα και την αυτόματη αποδοχή της.
Η γραφή είναι στρωτή. Οι λέξεις έχουν μια ιδιαίτερη δυναμική. Η έμφαση και η ένταση μεταφέρεται μέσα από λόγια απλοϊκών ανθρώπων που διαπιστώνουν το παρόν τους άλλοτε με φρίκη και θυμό και άλλοτε με εγκαρτέρηση, αναπολώντας. Οι αντιθέσεις επίσης είναι στοιχείο και παράγοντας πρόκλησης του συναισθήματος του αναγνώστη.

Βεβαίως, ο Γκούρνα είναι ένας άνθρωπος που “διασώθηκε” από την αποικιοκρατική Αγγλία. Ζει εκεί και έχει -όπως είναι λογικό- εμποτιστεί με τα ήθη και τη νοοτροπία της χώρας. Η επιείκειά του προς αυτήν είναι αμυδρά εμφανής.

Χωρίς να μπορώ να έχω μια σφαιρική άποψη για τον συγγραφέα και το σύνολο του έργου του, θεωρώ ότι αυτό το βιβλίο τουλάχιστον, αποδίδει ακριβώς την αιτιολόγηση της βράβευσής του από την Σουηδική Ακαδημία και πέρα από αυτό αξίζει τον κόπο να διαβαστεί από πολλές περισσότερες από 5.000 χιλιάδες άτομα.
Β.Μ.

* Η Ζανζιβάρη είναι ένα νησί στην Κεντρική Ανατολική Αφρική, νοτίως της Κένυα. Οι αρχαίοι Έλληνες την γνώριζαν με το όνομα Μενουθιάς.

Red Colobus Monkey (Procolobus kirkii) in Jozani Forest, Zanzibar, Tanzania

Η Ευρωπαϊκή παρέμβαση ξεκινάει με την άφιξη του Βάσκο Ντε Γκάμα το 1498. Από το 1504 και για 2 περίπου αιώνες παρέμεινε υπό Πορτογαλική κατοχή. Τον 17ο αιώνα αποτελούσε μέρος της Νότιας Αραβικής Πολιτείας του Μουσκάτ-Ομάν. Ανεξαρτητοποιήθηκε το 1861 και έγινε Σουλτανάτο με τεράστια οικονομικά και εμπορικά οφέλη κυρίως από το εμπόριο σκλάβων και ελεφαντόδοντου. Η αλήθεια είναι ότι η περιοχή τόσο η παράλια όσο και η ενδοχώρα -εκεί που σήμερα βρίσκεται η μεσόγεια Τανζανία- μαρτύρησε από την διεξαγωγή του δουλεμπορίου. Στα 1888 η Μεγάλη Βρετανία και η Γερμανία ερίζουν για την επικυριαρχία και τον έλεγχο αυτών των παραγόντων πλούτου και εν τέλει μοίρασαν τη χώρα και το οικονομικό όφελος.

Το 1890 οι Βρετανοί έκαναν μεγάλο μέρος του νησιού Βρετανικό Προτεκτοράτο και κατάφεραν να μειώσουν το δουλεμπόριο που είχαν ήδη αποκηρύξει. Όταν μετά τον συντομότερο πόλεμο της ιστορίας -μόλις 38 λεπτά- που έλαβε χώρα το 1896 μεταξύ Βρετανών και του Σουλτάνου Χαλίντ, την εξουσία έλαβε ο μετριοπαθής Χαμούντ και για αρκετά χρόνια το νησί ζούσε σε ηρεμία καταργώντας επίσημα τη δουλεία, αν και στην πράξη χρειάστηκαν πολλά χρόνια ακόμα.
Από το 1913 έως και το 1963 οι Βρετανοί εγκαθιστούν ένα χαλαρότερο καθεστώς και ευνοούν τον εποικισμό του νησιού από Βρετανούς. Το 1963 η Ζανζιβάρη γίνεται ανεξάρτητο κράτος, μέλος της Βρετανικής κοινοπολιτείας. Το 1964 το καθεστώς του Σουλτανάτου ανατρέπεται από αριστερές δυνάμεις και υπογράφεται κοινή πράξη συγχώνευσης με την Ταγκανίκα. Σήμερα το κράτος αυτό ονομάζεται Τανζανία. Δυστυχώς το νησί αυτό δεν ευτύχησε να βρει ηρεμία ούτε και στον 21ο αιώνα. Η βία και οι ένοπλες συγκρούσεις οδήγησαν μεγάλο αριθμό του πληθυσμού να ζητήσει άσυλο στην Κένυα και αλλού. Από το 2010 με το δημοψήφισμα και την αλλαγή του συντάγματος, η κατάσταση είναι πιο ήπια, ο τροπικός όμως αυτός παράδεισος, τουριστικός προορισμός για τους δυτικούς και τόπος μαρτυρίου για τους ντόπιους είναι μια βόμβα έτοιμη να εκραγεί.
Εκτός από τον Αμπτουλραζάκ Γκούρνα στη Ζανζιβάρη γεννήθηκε και ο Φαρόχ Μπουλσάρα (κατά κόσμο Φρέντι Μέρκιουρι).

**Για να θυμηθούμε την ιστορία, το 2018, μάταια περιμέναμε τον Οκτώβρη την ανακοίνωση της Σουηδικής Ακαδημίας για τον νικητή του Βραβείου Νόμπελ Λογοτεχνίας. Για λόγους παρενόχλησης και γενετήσιας προσβολής ανάμεσα στα μέλη της επιτροπής και οικονομικών σκανδάλων, δεν έγιναν οι συνεδριάσεις και οι ψηφοφορίες, οπότε δεν υπήρξε ανακοίνωση, δεν είχαμε νικητή. Την επόμενη χρονιά απονεμήθηκαν δύο βραβεία Νόμπελ, ένα στην Τόκαρτσουκ για την “νεκρή” χρονιά και ένα για τον Χάντκε το 2019 που ήταν όντως η σειρά του.

Posted on

Η ΑΝΟΙΞΗ ΣΤΗ ΛΕΣΧΗ, Ο ΑΜΕΡΙΚΑΝΙΚΟΣ ΡΟΜΑΝΤΙΣΜΟΣ, ΤΑ ΚΗΤΗ ΚΑΙ ΕΝΑ ΑΠΟ ΤΑ ΣΗΜΑΝΤΙΚΟΤΕΡΑ ΒΙΒΛΙΑ

ΕΝΑ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟ ΑΡΙΣΤΟΥΡΓΗΜΑ         
ΜΟΜΠΙ ΝΤΙΚ – ΧΕΡΜΑΝ ΜΕΛΒΙΛ

ΑΠΟ ΤΙΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ GUTENBERG & PENGUIN

26/04/21
Ένα από τα καλά της λέσχης, είναι ότι μέσα από αυτή μας δίνεται η ευκαιρία να διαβάσουμε βιβλία που κάτω από άλλες συνθήκες δεν θα τα πιάναμε καν. Έχοντας μείνει αρκετά στην Ευρώπη και στην περίοδο του ρομαντισμού φέτος, είπαμε να κάνουμε ένα ταξίδι στην άλλη πλευρά του ωκεανού πριν επιστρέψουμε στη γηραιά ήπειρο για να κλείσουμε την περίοδο αυτή.
Η ομάδα αποφάσισε να ασχοληθεί με τον Μέλβιλ και το γνωστό -αλλά παραγκωνισμένο από την σύγχρονη κοινότητα αναγνωστών- Μόμπι Ντικ. Τα βιβλία θεωρίας και οι κριτικοί λογοτεχνίας το ανέφεραν ως ένα αριστούργημα όχι μόνο της Αμερικανικής αλλά και της παγκόσμιας πεζογραφίας.

(Σε αυτό το σημείο είναι απαραίτητο να σημειώσουμε ότι καταβάλουμε μεγάλο κόπο για να επιλέξουμε τα βιβλία της λέσχης, αφού πολλά από αυτά που ανταποκρίνονται στις περιόδους που εξετάζουμε είτε δεν μεταφράστηκαν ποτέ -αν είναι από άλλη γλώσσα- στα ελληνικά, είτε μεταφράστηκαν σε διασκευή, είτε έχουν εξαντληθεί -ξένα ή ελληνικά- και δεν επανεκδόθηκαν ποτέ).

Στη συγκεκριμένη περίπτωση λοιπόν, το βιβλίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Gutenberg στην εξαιρετική και εμπνευσμένη μετάφραση του Α.Κ. Χριστοδούλου, για τον οποίο ό,τι και να πούμε θα είναι λίγο. Μετέφερε το κείμενο υπέροχα, απέδωσε με τη μεγαλύτερη δυνατή ακρίβεια και πιστότητα τα νοήματα, την λεπτή ειρωνεία και τον μοναδικό σαρκασμό του μεγάλου συγγραφέα. Τόσο πολύ που μας ενθουσίασε η μετάφραση που ταυτόχρονα αναφερόμαστε στο πρωτότυπο κείμενο, όχι για να ψέξουμε τον μεταφραστή, αλλά αντιθέτως να εκτιμήσουμε την πραγματικά σπουδαία του δουλειά. Να σημειώσουμε ότι δεν πρόκειται για το ευκολότερο κείμενο, ούτε για κάτι το οποίο δεν θα αξιώσει χρόνο, αναζήτηση αλλά και συνδυαστικές γλωσσικές τεχνικές. Πρόκειται για ένα ιδιαίτερα λεπτοδουλεμένο βιβλίο με δύστροπο συντακτικό και πολλούς ναυτικούς όρους.

 

Όλοι οι συμμετέχοντες στην λέσχη, είχαν είτε διαβάσει κάποια από τις παιδικές διασκευές ή είχαν δει την ταινία. Κανείς μας δεν είχε διαβάσει το αυθεντικό κείμενο στην πρωτότυπη γλώσσα ή στην μετάφραση και κανείς μας βεβαίως δεν είχε υποψιαστεί τον πραγματικό πλούτο που έκρυβαν οι 912 σελίδες της ελληνικής έκδοσης και οι 684 της αγγλικής (πυκνότερη γραμματοσειρά γαρ). Στην πρώτη μας συνάντηση λοιπόν, έχοντας διαβάσει 8-10 κεφάλαια μόνο (το βιβλίο χωρίζεται σε 135 κεφάλαια) υπήρχε διάχυτος ένας πραγματικός ενθουσιασμός.
Ναι, είχαμε εκπλαγεί πολλαπλά και ευχάριστα.


Ο συγγραφέας, καταρχήν, είναι ένας άνθρωπος με αξιοσημείωτη φρεσκάδα στην έκφραση, με ιδιαίτερη ευαισθησία στις κοινωνικές και ταξικές του αντιλήψεις (πράγμα όχι αδικαιολόγητο αν κανείς διαβάσει τα βιογραφικά του στοιχεία), με ταλέντο στην λεκτική μεταφορά των συναισθημάτων και των προβληματισμών, με λεπτό και συγκεκριμένο χιούμορ και σαρκασμό. Οι περιγραφές του ενθουσιάζουν και σε κάνουν να απορείς πώς και κάτω από ποιο πρίσμα ένας ναυτικός μπορεί να παρατηρήσει πράγματα που περιγράφει με τόσο διεισδυτική ακρίβεια ο Μέλβιλ!
Επίσης σταθήκαμε αρκετά στο πώς αντιλαμβάνεται τον ιμπεριαλισμό, την οικονομική εξάρτηση και την επικοινωνιακή εκμετάλλευση της είδησης. Η έκφραση της κοσμοθεωρίας του, οι ρηξικέλευθες απόψεις του (για την περίοδο που ζει και γράφει) περί θρησκειών, πίστης, θρησκευτικών λειτουργών και αρχόντων, μας έκανε να ανοίξουμε τα μάτια διάπλατα. Μείναμε να διαβάζουμε εκστατικοί, απόψεις που εκφράστηκαν ανοιχτά περίπου 70 χρόνια αργότερα.
Σταθήκαμε για περίπου μισή ώρα να συζητάμε για την περιγραφή του παγωμένου οικισμού που ζούσε από την δραστηριότητα των φαλαινοθηρών και του τρόπου που μας μεταφέρονταν οι εικόνες και οι λεπτομέρειες, τις λέξεις που έχουν επιλεγεί, την αίσθηση που αποκόμισε ο καθένας από εμάς.
Άλλη τόση ώρα σταθήκαμε στα πολύ προσεχτικά επιλεγμένα ονόματα των πανδοχείων και τον λόγο που ενδεχομένως τα ονόμασε έτσι, αλλά και στην απόδοσή τους στα ελληνικά. Π.χ.: Peter Coffin = Πέτρος Φέρετρος και πολλά άλλα.
Επίσης θαυμάσαμε τον πλούτο και το εύρος των γνώσεών του, που δεν περιορίζονταν στα στοιχεία του άμεσου επαγγελματικού του ενδιαφέροντος. Π.χ. γίνεται μια αναφορά στον Ευρωκλύδωνα, ή Ευρακύλωνα (ΒΑ άνεμος), ο οποίος αναφέρεται έτσι στην περιγραφή των ταξιδιών του Απόστολου Παύλου, ενώ κυρίως ονομάζεται Γκρεγκάλε και παρατηρείται στην ανατολική Μεσόγειο. Ως ναυτικός βεβαίως ενδεχομένως να όφειλε να τον γνωρίζει, αλλά λόγω του ότι δεν μπορεί να συμβαίνει εκεί που αναφέρεται, το πιθανότερο είναι να κάνει μια σχετική επίδειξη γνώσεων, χωρίς αυτό όμως να μειώνει την αξία του εύρους τους.
Αυτό που διαβλέπουμε όμως, είναι ότι οι συναντήσεις και οι συζητήσεις για το βιβλίο αυτό θα κρατήσουν καιρό.

(Το παρακάτω, επιβεβαιώνει την τελευταία πρόταση του προηγούμενου κειμένου)

01/06/21
Δεν ξέρω αν άλλο βιβλίο μας έχει απασχολήσει τόσο πολύ…. (το “πολύ” και χρονικά, και ποσοτικά και ποιοτικά), και δεν είναι μόνο οι 900+ σελίδες του.

Έχουν περάσει 6 εβδομάδες και συνεχίζουμε να ασχολούμαστε με τον Μέλβιλ και το ταξίδι του στο χώρο, τον χρόνο, τη φιλοσοφία, τη λαογραφία, την ηθογραφία, στις θάλασσες της γνώσης και του στοχασμού. Αντιμετωπίζουμε πια με ακόμα μεγαλύτερο σεβασμό “τη φάλαινα” -όχι μόνο τον Μόμπι- σαν την προσωποποίηση και την υλοποίηση της μεγαλειώδους σοφίας που κρύβεται στα κύτταρά μας, ή της τερατώδους ανοησίας που κρύβεται πίσω από τον εγωτισμό μας.
“Ο ίδιος ο Μέλβιλ δεν θέλησε ποτέ να αναγνωσθεί ο Μόμπι Ντικ, ως μία αλληγορία για το καλό, ή το κακό.”
Υπάρχουν αμέτρητα αποσπάσματα, πολλές σημειώσεις, τσιτάτα και ιδέες που υπογραμμίζονται και διαβάζονται συνεχώς στη διάρκεια των συναντήσεών μας. Η γνώσεις του συγγραφέα, οι σχετικές με τις μυθολογίες, τις θρησκείες, τη φιλοσοφία, την ιστορία, αλλά και για τη ζωολογία, τη βιολογία την αστρονομία (ναυτικός γαρ) και άλλες φυσικές επιστήμες, είναι εκτενέστατες σε σημείο απόλυτου θαυμασμού. Ο Μέλβιλ είναι πανεπιστήμονας, ένας Λεονάρντο Νταβίντσι της λογοτεχνίας.
Συχνά, -λες και θα επιβεβαιωθεί η αμφιβολία μας που πηγάζει βέβαια από την σφαιρικότητα και την προοδευτικότητα των ιδεών και της γραφής- κοιτάζουμε την ημερομηνία συγγραφής του βιβλίου, επαναλαμβάνοντας… “αδιανόητο!” ή “τρομερή οπτική!” ή “το φανταζόσασταν;”.

Είναι απολύτως φυσικό και λογικό που ο Μέλβιλ δεν κατάφερε να εκτιμηθεί και να θαυμαστεί όσο του άξιζε στην εποχή του. Στην πραγματικότητα δεν είναι και πολύ σίγουρο αν και σήμερα μπορεί οι απόψεις και οι σκέψεις του να γίνουν αποδεκτές από τις τεχνολογικά προηγμένες, αλλά πολιτικο-κοινωνικά, θρησκευτικά και φυλετικά συντηρητικές και αγκυλωμένες κοινωνίες μας.
Την 1η Αυγούστου 1819, γεννιόταν ένας τιτάνας των αμερικανικών και παγκόσμιων γραμμάτων, ο Χέρμαν Μέλβιλ, που έμελε να κληροδοτήσει στην ανθρωπότητα δύο τεράστια κείμενα, το μυθιστόρημα «Μόμπι Ντικ» και το διήγημα «Μπάρτλεμπι, ο γραφέας», που ακόμη διαβάζονται με πάθος και ερμηνεύονται, συζητιούνται και ορθοτομούνται κριτικά με άσβεστο ζήλο.
Τρίτο από τα οκτώ παιδιά της οικογένειάς του, ο Μέλβιλ έχασε τον πατέρα του – ο οποίος είχε φαλιρίσει και χάσει όλη του την περιουσία – σε ηλικία 14 ετών ενώ δεν ήταν η μόνη απώλεια από την πατρική οικογένεια και μάλιστα σε σύντομο χρονικό διάστημα. Για να κερδίσει τα προς το ζην χρειάσθηκε να εργασθεί σε πλήθος επαγγέλματα, έγινε ναυτικός, γύρισε τον κόσμο, τελικά στράφηκε στη φαλαινοθηρία, αιχμαλωτίσθηκε στις νότιες θάλασσες και κρατήθηκε από μία φυλή κανιβάλων και απέδρασε, μέχρι που άρχισε να γράφει.

Βαίνουμε προς το τέλος της συντροφιάς μας με τον Μέλβιλ και την Μεγάλη λευκή του φάλαινα και ήδη προβληματιζόμαστε για το τι βιβλίο θα επιλέξουμε να διαβάσουμε μετά από αυτό… Κάτι σχετικό κι ας είναι σε άλλη περίοδο και ρεύμα; Κάτι που ομοίως θα περιγράφει τη σύγκρουση του ανθρώπου με τον Θεό του, δηλαδή τον εαυτό του, όπως αυτή του Χέμινγουέϊ με το δικό του “ψάρι”, ή θα συνεχίσουμε με τον Μέλβιλ και τον “Μπάρτλεμπι” τον προ-Καυκικό ήρωα του εγκλωβισμού και της αυτιστικής πολυτέλειας της θλίψης; Μήπως να πάμε στον Έντγκαρ Άλαν Πόε και τον “Αρθουρ Γκόρντον Πιμ”;  Ή τελικά να κάνουμε το μεγάλο άλμα έξω από την συναισθηματική ροπή μας και για να συνεχίσουμε με τους λοιπούς συγγραφείς της περιόδου;
Μάλλον θα αποφασίσουμε στην επόμενη, τελευταία συνάντηση με τον Μέλβιλ, τον Μόμπι Ντίκ, τον Αχάαβ, τον Κουικγουέγκ, τον Στάμπ και τους υπόλοιπους συνταξιδιώτες τους.

Posted on

ΓΑΜΟΣ ΓΙΑ ΕΥΧΑΡΙΣΤΗΣΗ – ΤΑΧΑΡ ΜΠΕΝ ΖΕΛΟΥΝ, TAHAR BEN JELLOUN, ΕΚΔΟΣΕΙΣ GEMMA

Όταν έπιασα το βιβλίο στα χέρια μου, απλά για να το δω λίγο, πριν το περάσω στο σύστημα και το τοποθετήσω στο ράφι, δίπλα στα δίδυμα αδέρφια του, έπιασα τον εαυτό μου να το ζυγίζει λίγο, και να το κοιτάει με αρκετά “λάγνο” βλέμμα. Η υπόθεση με είχε ήδη αρπάξει από το χέρι και με έτρεχε στον μονόδρομο που οδηγούμαστε όλοι οι παθολογικοί αναγνώστες όταν το βιβλίο τρέχει μπρος ενώ σαν αιλουροειδή ορμάμε να πιάσουμε τη “λεία” μας και να την ξεκοκαλίσουμε.
“Όχι, όχι τώρα”, προσπάθησα να επαναφέρω τον λαίμαργο εαυτό μου. “Άλλωστε αυτή τη στιγμή στη λέσχη, διαβάζουμε τον Αδριανό (Αρδιανού απομνημονεύματα – Μαργκερίτ Γιουρσενάρ) και είναι βιβλίο που αξίζει την αφοσίωσή σου και την πλήρη προσοχή σου. Μην αρχίσεις πάλι τα σκορπίσματα…”
Βεβαίως, όπως κάθε βιβλιολάτρης, έχω απίστευτες διαφορετικές λίστες με βαθμίδες προτεραιότητας και το βιβλίο μπήκε στη λίστα των “high priority” και μάλιστα σε ψηλή θέση (στην πρώτη πεντάδα). Στο κάτω-κάτω με τον Ταχάρ Μπεν Ζελούν έχουμε παλαιότατη γνωριμία, ακόμα από το “Προσευχή της Άμμου”, “Κορίτσι της Άμμου”, “Ιερή Νύχτα” κλπ, αλλά και μέχρι τον “Ρατσισμό” και την “Οικογενειακή ευτυχία”, οπότε δικαιωματικά και αυτονομιστικά αξιώνει τη θέση του. Έτσι λοιπόν, τελειώνοντας με τον Αδριανό, επιλέξαμε να κάνουμε στη λέσχη Ίταλο Καλβίνο τον οποίο αγαπάω πολύ μεν, αλλά επειδή ο ίδιος είναι ένας διακριτικός αν και αμείλικτος παρατηρητής, σε αφήνει να κάνεις τους περιπάτους σου σε άλλα βιβλία ανάμεσα στις ιστορίες του.
Με τη διαφορά ότι δεν ήταν ακριβώς περίπατος, αλλά “επικίνδυνη αποστολή”.
Το θέμα αυτό καθαυτό ήταν πολύ ενδιαφέρον, προκλητικό θα μπορούσα να πω. Από τις πρώτες κιόλας σελίδες, συνειδητοποίησα ότι ο συγγραφέας έχει αρκετά πράγματα να πει κι ότι θα απαιτούσε την πλήρη αφοσίωσή μου.
Η υπόθεση για εμάς τους Δυτικούς είναι πολύ ιδιαίτερη, μας ξενίζει ή ακόμα μας προκαλεί αισθήματα αγανάκτησης και δυσανασχέτησης. Η ηθική μας, παραμένει άκαμπτη και ισχυρά επηρεασμένη από τις διδαχές του χριστιανισμού. Επίσης ο φυλετικός ρατσισμός είναι αρκετά ενισχυμένος, παρόλο που προσπαθούμε να προβάλουμε ένα προωθημένο πολιτισμικό επίπεδο, ανοιχτό μυαλό και διάθεση αποδοχής της διαφορετικότητας των συνηθειών και των ηθών άλλων λαών. Στην ουσία αυτό είναι βιτρίνα και παραμένουμε βαθιά αγκιστρωμένοι σε λογικές που απέχουν πολύ από αυτές που άλλα θρησκεύματα υιοθετούν για να δώσουν λύση σε προβλήματα που προκύπτουν από την αντίφαση που γεννιέται ανάμεσα στην ηθική θεωρία και την πράξη σε συνθήκες πραγματικής ζωής.
Με πολύ περιέργεια λοιπόν αρχίζω να διαβάζω ένα βιβλίο, που όσο ο αριθμός των αναγνωσμένων σελίδων αυξάνει, τόσο περισσότερο νιώθω να βυθίζομαι σε σκέψεις που ο συγγραφέας έντεχνα εμφυτεύει στο μυαλό μου. Για παράδειγμα, η διαφορετική αντίληψη ενός δυτικού και μιας μουσουλμάνας για τον έρωτα, την ενοχή, τα πρωτόκολλα και τις κοινωνικές νόρμες.
«Μου συμβαίνει επίσης να ενδίδω στις επανειλημμένες κρούσεις του νεαρού Γάλλου γιατρού, που λέει ότι είναι τρελά ερωτευμένος μαζί μου και μου φέρνει γέλια. Όταν γέρνει επάνω μου, ιδρώνει από την κορυφή ως τα νύχια και γίνεται κατακόκκινος. Αυτό με φοβίζει. Μου λέει ότι συμβαίνει επειδή είναι ντροπαλός και νιώθει ενοχές. Μια μέρα του ζήτησα να μου εξηγήσει τι είναι η ενοχή. Μου διηγήθηκε ότι ήταν παντρεμένος με μια λευκή γυναίκα που τον περίμενε στην Ντιζόν και ότι, όταν έρχεται σε μένα, νιώθει σαν να του ρίχνει κάποιος γροθιές στην καρδιά, πονάει, έπειτα αυτός ο κάποιος αρχίζει να τον επιπλήττει, άδικα κλείνει τα αυτιά, τον ακούει να τον κατσαδιάζει, τότε σκύβει το κεφάλι και ζητά συγχώρεση από την Καμίλ, που έχει μείνει στην Ντιζόν. Αυτό σημαίνει ενοχή. Εγώ δεν ξέρω από γροθιές και κατσάδες. Του χαρίζω απόλαυση κι εκείνος μου δίνει πολλά φάρμακα τα οποία μοιράζω στη συνέχεια στα κοντινά μου πρόσωπα. Μια άλλη φορά μου χάρισε ένα άρωμα από το Παρίσι. Όταν το φορώ, νιώθω σαν τις γυναίκες που πουλάνε έρωτα, μυρίζει παράξενα, προτιμώ το κεχριμπάρι και το μόσχο που είναι φυσικά, προτιμώ το μαύρο σαπούνι και τον άργιλο ρασούλ που ο Αμίρ μού φέρνει από τη Φεζ.»

Τρομερό! Η λέξη ενοχή είναι άγνωστη! Η λέξη πάνω στην οποία στηρίχθηκε όλο το προτεσταντικό κυρίως οικοδόμημα έχει μια τόσο διαφορετική χροιά στον μουσουλμανικό κόσμο!
Ο Γάλλος νιώθει πως προδίδει την γυναίκα που έχει αφήσει πίσω, και που είναι προφανές ότι θα απατήσει σαρκικά λόγω απόστασης φυσικής και χρονικής, ενώ για την μικρή αυτό είναι κάτι φυσικό και λογικό, ενώ μαζί του παίζει ένα παιχνίδι ανταπόδοσης (σου δίνω-μου δίνεις) χωρίς ηθικούς φραγμούς. Ανήθικο φαίνεται να είναι κατά τα λεγόμενά της, το εμπόριο του έρωτα για χρήμα, το επάγγελμα.
Ο Γάλλος τιμωρεί τον εαυτό του γεμίζοντάς με τις τοξίνες των ενοχών, ενώ εκείνη η μικρή Σενεγαλέζα λειτουργεί με την πολύ απλή συνταγή της άμεσης συναισθηματικής ικανοποίησης, που της δίνουν την εσωτερική γαλήνη, και του ευθύγραμμου τμήματος αιτίου-αποτελέσματος: Μου αρέσει, το κάνω. Παίρνω αντάλλαγμα, δίνω. Δεν πληρώνομαι, δεν έχω ηθικό βάρος. Είμαι έγκυος, έχω χαρά (άσχετα με τον τρόπο που το παιδί (παιδιά στην προκειμένη) συνελήφθη.

Σε ένα άλλο σημείο αναφέρεται το εξής:
“Στην άφιξη του πρώτου βρέφους, η Μπατούλ έβγαλε έναν δυνατό αλαλαγμό, που ξύπνησε την κυρία της. Στο δεύτερο, φώναξε: “Αλλάχ Άκμπαρ!” Η Κένζα είχε μείνει άναυδη. Όπως το είχε προβλέψει, ήταν δίδυμα ασφαλώς, όμως το ένα από τα δύο ήταν μαύρο, πολύ μαύρο και κοκκινωπό. Στην πραγματικότητα, ο ένας ήταν πιο σκουρόχρωμος από τον άλλον, όμως μόνο μετά από λίγες μέρες φάνηκε καθαρά το χρώμα του δέρματός τους. Εκείνος που γεννήθηκε πρώτος ήταν λευκός, κατάλευκος και ο δεύτερος, μαύρος, κατάμαυρος.
Δεν είχε ξαναδεί ποτέ τέτοια περίπτωση ούτε καν είχε φανταστεί ότι κάτι τέτοιο ήταν δυνατό να συμβεί. Είπε:
“Είναι ένα σημάδι από τον Θεό! Μια ευλογία, ένα διπλό κεφάλαιο.”
Ο Αμίρ, πάρα πολύ συγκινημένος, είπε απλά:
“Χασάν και Χουσίν. Θα τους ονομάσω Χασάν και Χουσίν. Έτσι επιτάσσει η παράδοση.”
Συμβουλεύτηκε ξανά τον Μουλάι Αχμάντ, για το φαινόμενο αυτό. “Κανονικά, το χρώμα των παιδιών σου θα έπρεπε να είναι καφέ με γάλα, εδώ έχουμε από τη μια μεριά καφέ σκέτο, και από την άλλη, γάλα. Ο Θεός έχει τους λόγους του. Δέξου αυτό που σου έδωσε ο Θεός και πες στον εαυτό σου ότι είναι ένα σημάδι της καλοσύνης του. Ο Θεός έκανε τους ανθρώπους διαφορετικούς μεταξύ τους για να γνωρίζουν και να βοηθούν ο ένας τον άλλον. Δεν κάνει διάκριση ανάμεσα στον Λευκό και τον Μαύρο, ανάμεσα στον ξένο και τον γηγενή, ανάμεσα σε αυτούς από εδώ και σε εκείνους από εκεί, έτσι είναι.”

Η διαφορετικότητα είναι κάτι δεδομένο. Είναι αποδεκτό, είναι κατανοητό, είναι πεδίο δράσης του δυνατού πάνω στον αδύναμο. Κι εκεί βεβαίως βρίσκει εύφορο έδαφος ο δυτικός άνθρωπος να πράξει τις θηριωδίες του, που προκαλούνται από την ηθική καταπίεση, που ασκούν οι θρησκείες και κυρίως τα χριστιανικά δόγματα, επί δύο χιλιάδες χρόνια πάνω του.
Ο τεχνίτης Ταχαρ Μπεν Ζελουν κάνει έμμεσους υπαινιγμούς για αυτήν την φιλοσοφική και πολιτισμική διαφορά μεταξύ Ανατολής και Δύσης, μεταξύ Ισλαμισμού και Χριστιανισμού. Πιστεύει όμως ότι κατά βάση, η κουλτούρα μιας χώρας εξαρτάται αρκετά από την οικονομικο-πολιτική κατάσταση.
Πέρα από αυτό, ο συγγραφέας με την πολύ διεισδυτική ματιά και σκέψη, θέλει να δείξει ότι κανείς δεν είναι ασφαλής πουθενά. Αυτό που δίνει την ισχύ, κυρίως το χρήμα και το κοινωνικό στάτους, που συχνά καθορίζονται από διαφορετικούς παράγοντες, μπορεί να μετακινηθεί, να αλλάξει ή να σμικρυνθεί, και έτσι τροποποιούνται και οι συσχετισμοί. Και βέβαια, οι σταθερές αξίες που ο εύρωστος οικονομικά “κατακτητής” της εξουσίας έχει θέσει, σώζουν τον λευκό δίδυμο, ενσωματώνοντάς τον σε μια προνομιακή πραγματικότητα, ενώ ταυτόχρονα ο Μαύρος, γίνεται αποδέκτης όλου του ρατσισμού και της σκληρότητας του προνομιούχου ανθρώπου -τουλάχιστον όσο αφορά στο υλικό κομμάτι-, όπως είχε γίνει και η μητέρα του πριν από αυτόν, ενώ ταυτόχρονα την ίδια μοίρα λίγο ή πολύ, την ίδια πίεση, υφίσταται και ο γιος του ο Σαλίμ. Φαίνεται λοιπόν ότι ο χρόνος και η συμβίωση δεν είναι ικανά να ξεριζώσουν την προκατάληψη που τελικά εκφράζεται σαν στοιχείο γονιδιακής μνήμης.

Χαρακτηριστικό είναι το σημείο όπου ο Χουσίν ρωτάει τον νεαρό Αλενντελόν που δούλευε στον Εγγλέζο για τον ρατσισμό:
– Ο ρατσισμός είναι πρώτα απ’ όλα η φτώχεια. Αποφεύγω να συγχρωτίζομαι με Λευκούς και κυρίως αποφεύγω να τους ζητήσω οτιδήποτε. Είναι γεμάτοι προκαταλήψεις.

Όταν έκλεισα το βιβλίο, έχοντας διαβάσει και την τελευταία σελίδα, σιγουρεύτηκα ότι είχα διαβάσει ένα εξαιρετικό μανιφέστο κατά του ρατσισμού, δυνατό και ουσιαστικό, με όσο συναίσθημα χρειάζεται και όσο καταγγελτική διάθεση επιτρέπει ένα μυθιστόρημα της ποιότητας αυτής. Ίσως μέσα στην απλότητά του, Χασάν αντιπροσωπεύει τα εκατομμύρια των ανθρώπων που υφίστανται τη διάκριση, τη σκληρότητα και τον ρατσισμό, χωρίς να φταίνε, χωρίς να έχουν τα χαρακτηριστικά που τους αποδίδονται, χωρίς να μπορούν να αλλάξουν οτιδήποτε. Είναι περιχαρακωμένοι στο πλαίσιο που τους έχει ζωγραφίσει το κοινωνικό, οικονομικό, φυλετικό “μειονέκτημά” τους.
Το συστήνω ανεπιφύλακτα τόσο στους πολέμιους, όσο και τους θιασώτες οποιασδήποτε ρατσιστικής άποψης ή έκφρασης.
Μπορεί να δημιουργήσει έναν διαφορετικό πόλο στην οπτική του καθενός μας.

Ο Ταχάρ μπεν Ζελούν (Tahar Ben Jelloun) γεννήθηκε στη Φεζ (Μαρόκο), την 1η Δεκεμβρίου του 1947. Έχοντας φοιτήσει σε Γαλλο-αραβικό σχολείο στην ουσία μεγαλώνει ως δίγλωσσος. Σπούδασε ψυχολογία και ψυχοθεραπεία στην Σορβόνη. Άσκησε το επάγγελμα του ψυχοθεραπευτή, ενώ προφανώς η λογοτεχνία για αυτόν ήταν ένα αντίστοιχο όργανο έκφρασης και περιγραφής της ψυχικής νόσου, όπως άλλωστε υποστηρίζει και ο Φρόυντ.
Ο Ταχάρ Μπεν Ζελούν γράφει στα Γαλλικά για τον Αραβικό κόσμο μια θεωρεί ότι η γλώσσα είναι ένα εργαλείο και για να επιτύχεις τον σκοπό σου το καλύτερο εργαλείο είναι αυτό που θα σε βοηθήσει να το πράξεις.
Η λογοτεχνία του, όσο απλή και σαφής κι αν φαίνεται, κάνει βαθύτατες τομές στην ψυχολογία και την κουλτούρα.
Τα βραβεία που έχει συλλέξει είναι:
1987: Βραβείο Γκονκούρ για το μυθιστόρημα “Ιερή Νύχτα” (La Nuit Sacrée)
1997 & 1998: Βρέθηκε στη βραχεία λίστα για το Νόμπελ Λογοτεχνίας
2006: Λογοτεχνικό Βραβείο “Prix Ulysse” ”Οδυσσέας”, για το σύνολο του έργου του.
2008: Μεγαλόσταυρος της Λεγεώνας της Τιμής.

Β.Μ.

 

Posted on

ΤΖΟΝΑΘΑΝ ΚΟΟΥ, Τι ωραίο Πλιάτσικο (από την αναγνωστική μας λέσχη)

“Τι ωραίο πλιάτσικο” – Τζοναθαν Κόου

Πλιάτσικο Ετυμολογία: < αλβανική plaçkë (=λάφυρο) < σλαβική pljatška
Πλιάτσικο είναι μια κατάσταση η οποία λαμβάνει χώρα σε επιχειρήσεις, σε σπίτια ή γενικά οπουδήποτε υπάρχει πλούτος. Ουσιαστικά είναι η λεηλασία, η οποία συντελείται με την αρπαγή του πλούτου ή πολύτιμων αντικειμένων από σπίτια και μαγαζιά. Δηλαδή πρόκειται για μια μορφή κλοπής, καθώς κάποιος αφαιρεί κάτι που δεν του ανήκει από κάποιον άλλο.

“What a Carve Up!” Αυτός είναι ο πρωτότυπος τίτλος του Βιβλίου “Τι ωραίο Πλιάτσικο” όπως εξαιρετικά μεταφράστηκε από την Τρισεύγενη Παπαϊωάννου στα ελληνικά.
O ιδιωματισμός to carve up (ρ) ή a carve up (ου) στα ελληνικά σημαίνει η δια τεχνικών ή μεθοδεύσεων αποφυγή, απόρριψη, η περιθωριοποίηση μέσω διάσπασης, διαχωρισμού, κατακρεούργησης.

Σαν τίτλος, εννοεί την εφαρμογή της πολιτικής που επιδιώκει την επικράτηση του κεφαλαίου, έναντι των παραγωγικών μαζών που μπορεί να αποτελούνται τόσο από ιθαγενείς όσο και από μετανάστες, με οικονομικές και επιχειρηματικές εφαρμογές που καταλύουν μοντέλα και ήθη, τη “μετάλλαξη” δηλαδή του καπιταλισμού.
Η Βρετανία γνωρίζει τρομαχτικές διακυμάνσεις στα χρόνια που διαδέχονται τον Β’.Π.Π.
Γνωρίζει την αγωνία για ανασυγκρότηση, τις συντηρητικότερες κυβερνήσεις, τις πιο άκαμπτες κοινωνικές και οικονομικές κάστες, τον ψυχρό πόλεμο από την πλευρά των “σωστών” (δεξιών) (rights -ορισμός που προέρχεται από τη θέση των εδράνων στο κοινοβούλιο), των συντηρητικών δηλαδή, αλλά και “εργατικές” κυβερνήσεις, τις μεγαλύτερες αντιδράσεις και αναβρασμούς στη συνειδητή εργατική τάξη, που παρόλο τον συντηρητισμό στον οποίο έχει γαλουχηθεί, αντιδρά έντονα, όμως τελικά παγιδεύεται. Παγιδεύεται σε φαινομενικές καταστάσεις, ή σε πλάνα στα οποία δεν κατάφερε να αντιληφθεί εγκαίρως και να αντιδράσει αποτελεσματικά.
Στο κεφάλαιο του Χένρι, διαβάζουμε:
19 Ιουνίου 1970
Λοιπόν, χάσαμε και καλά να πάθουμε. Τώρα η χώρα θα αποκτήσει την πιο αδιάλλακτη μεταπολεμική κυβέρνηση, κι αυτό είναι καλό. Ο κόσμος θα βγει από την κτηνώδη μακαριότητά του.

Γνώρισα αυτή ακριβώς την Αγγλία, αυτόν τον απόηχο της τραγικής εδαφικής και οικονομικής αυτοκρατορίας που κατέρρευσε αλλά δεν το έμαθε ποτέ. Ο μεγάλος αποικιοκράτης γίγαντας είχε αρχίσει να νιώθει ένα ελαφρύ τρέμουλο στα πόδια. Μια Αγγλία¹ που έκρυβε της πληγές της λαβωμένης της υπερηφάνειας, ταυτόχρονα είχε μόλις αποφασίσει εκ νέου να εκμεταλλευτεί τα “ξένα” (τι ξένα; κόσμος από τις αποικίες και τα προτεκτοράτα ήταν..) εργατικά χέρια, που είχε τσακίσει τις λαϊκές εξεγέρσεις στο εσωτερικό (ανθρακωρύχοι, ναυτεργάτες, σιδηροδρομικοί, ταχυδρομικοί) με όποιο κόστος. Αυτή η Αγγλία συνέχιζε όχι απλώς και μόνο να καταπιέζει και να απομυζά τις έξι κομητείες της Β. Ιρλανδίας, αλλά να διεξάγει “ιερό πόλεμο” με τους Καθολικούς που ζητούσαν αποτίναξη του Αγγλικού ζυγού και αυτοδιάθεση με ένοπλο αντάρτικο στρατό (ΙΡΑ)².

Η Θάτσερ, λειτούργησε για την Βρετανία όπως σχεδόν ο Χίτλερ για την Γερμανία. Επούλωσε φαινομενικά το πληγωμένο εθνικό και κοινωνικό γόητρο της κυρίαρχης αυτοκρατορίας που είχε εξαπλωθεί σε όλο τον πλανήτη και καθόριζε τις τύχες του κόσμου, όταν ξαφνικά βρέθηκε να πρέπει να απολέσει ένα μεγάλο μέρος τόσο των οικονομικών της προνομίων όσο και του είδους της εδαφικής της επικυριαρχίας. Υπήρξε αδιάλλακτη και σκωπτική απέναντι στα νεωτεριστικά ρεύματα, περιθωριοποίησε τη διαφορετικότητα (κίνημα του Punk κλπ) στην τέχνη και την νεολαία. Κέρδισε έναν πόλεμο (στα νησιά Φώκλαντ), χρησιμοποίησε φαινομενικούς εχθρούς (Σαντάμ) συμμετέχοντας σε πύρρειους νίκες δήθεν κατά της τρομοκρατίας. Στην ουσία βέβαια, ακόμα και στην νέα τάξη πραγμάτων η χώρα δεν βρέθηκε χαμένη, ο κόσμος όμως και οι τάξεις από μεσοαστική και πάνω, ένιωσαν να πληγώνονται και να υποβαθμίζονται, ενώ τα κατώτατα στρώματα συνέχισαν να υφίστανται την ίδια κοινωνική και οικονομική υποβάθμιση.
Λέει στο “Πλιάτσικο” δίνοντας ίσως με τον καλύτερο τρόπο έναν ευστοχότατο χαρακτηρισμό για την Θατσερική εξωτερική πολιτική:
“Τους πουλάμε όπλα και μετά τους τιμωρούμε που τα χρησιμοποιούν”.

Χαρακτηριστικοί οι στίχοι του αντιπολεμικού Final Cut των Pink Floyd:
Brezhnev took Afghanistan.     –            Ο Μπρέζνιεφ πήρε το Αφγανιστάν³
Begin took Beirut.                      –            Ο Μπέγκιν τη Βηρυτό³a
Galtieri took the Union Jack.  –             Ο Γκαλτιέρι πήρε την Αγγλική Σημαία³b
And Maggie, over lunch one day,  –      και η Μάγκι στο μεσημεριανό γεύμα πήρε την απόφαση,
Took a cruiser with all hands.        –      να βουτήξει ένα καταδρομικό
Apparently, to make him give it back – με σκοπό να τον αναγκάσει να την επιστρέψει.
What have we done, Maggie what have we done – Τι έχουμε κάνει, Μάγκι τι έχουμε κάνει
What have we done to England…       –  στην Αγγλία;
Should we shout, should we scream – Να φωνάξουμε, να ουρλιάξουμε
What happened to our post war dream? – Τι απέγινε το μεταπολεμικό μας όνειρο;
Oh Maggie what have done?    –           Αχ, Μάγκι τι κάναμε;
Roger Waters

Το κοινοπολιτειακό καθεστώς όμως, χρησιμοποίησε ωμή αστυνομική βία για να δώσει στους ¨σοσιαλιστές” να καταλάβουν ποιος είναι το αφεντικό, και να κάνει σαφές ότι η χώρα θα ακολουθήσει καπιταλιστική πορεία με ό,τι αυτό συνεπάγεται. (Ας μην ξεχνάμε ότι η κυβέρνηση Θάτσερ στήριξε τον Πινοσέτ). Πολύ σωστά ο Κόου περιγράφει την “άρχουσα” τάξη με ευρηματικό χιούμορ. Στήνει μια οικογένεια που κάθε μέλος της αντιπροσωπεύει όλες τις δραστηριότητες στις οποίες είχε επιδοθεί η Βρετανία και οι σύμμαχοί της στην ψυχροπολεμική περίοδο. Εμπόριο όπλων, αντικατασκοπία, παραπλάνηση και χειραγώγηση μέσω των ΜΜΕ, τρελές αγελάδες και φαγητά αμφιβόλου ποιότητας, συντηρητική άσκηση εξουσίας, καταστολή προοδευτικών ή λαϊκών δυνάμεων ακόμα και με τα όπλα… κοινώς: βία και οικονομική διαπλοκή.

Στη σελίδα 75, σε δύο παράλληλες στήλες παρατίθεται κείμενο που η δημοσιογράφος κυρία Γουίνσο (η οποία αμειβόταν -όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο συγγραφέας- με ποσό εξαπλάσιο του μισθού ενός πτυχιούχου καθηγητή ή οκταπλάσιο του μισθού μιας νοσοκόμας του Εθνικού Συστήματος Υγείας) έγραψε όταν βρισκόταν σε διαφορετική “πολιτική φάση” με τέσσερα χρόνια απόσταση το ένα από το άλλο, όπου το ίδιο γεγονός ανακατασκευάζεται ώστε να εξυπηρετήσει την ακριβώς αντίστοιχη πολιτική τάση.

Ο Κόου είναι λίγο “Ταραντινικός”. Σουρεαλιστικές περιγραφές προσώπων και καταστάσεων κάνουν τον αναγνώστη να αμφιταλαντεύεται μεταξύ έκπληξης και διασκέδασης, γέλιου και τρόμου. Το φοβερό του μαύρο, βρετανικό χιούμορ είναι σαν μαστίγιο. Αν για εμάς είναι “τσουχτερό” για τους ίδιους τους Άγγλους είναι εύστοχο, και λειτουργεί σαν απολύτρωση ή αποδοχή, μια που άσχετα με το τι προβάλουν προς τα έξω ή τι έχουν αποφασίσει να ακολουθήσουν έχουν πλήρη συναίσθηση και συνείδηση (τουλάχιστον στις προηγούμενες δεκαετίες) του οικονομικού, κοινωνικού και εθνικού τους στάτους. Οι Άγγλοι έχουν ταξική συνείδηση και σέβονται, στηρίζουν και τιμούν την τάξη τους, όποια κι αν είναι αυτή. Ο Κόου τους ξεγυμνώνει. Γράφει με τέτοιο τρόπο, που ο μη Βρετανός, ανυποψίαστος αναγνώστης δεν θα παρατηρήσει καν την ειρωνεία και τον σαρκασμό, τουλάχιστον στην αρχή. Μερικές φορές θα νομίσει ότι “αυτή η αντίθεση” του είναι αδιανόητη και “δεν κολλάει”. Όμως είναι το παιχνίδι του ταλαντούχου συγγραφέα ο οποίος χειρίζεται με εξαιρετική μαεστρία όλα τα εκφραστικά μέσα που του παρέχει η ευρηματική γλώσσα του. Παράλληλα ο Βρετανός κατανοεί, αποδέχεται, εναντιώνεται, μια που το επίπεδο της αυτογνωσίας και του αυτοσαρκασμού του είναι ιδιαιτέρως υψηλό. Ο Τζόναθαν Κόου είναι η όψη του νομίσματος “σάτιρα και σαρκασμός” που στην άλλη πλευρά του απεικονίζεται ο Τομ Ρόμπινς. Αυτό που στον Ρόμπινς είναι προφανές και ευδιάκριτο (vulgarly overt), στον Κόου δουλεύει σε δεύτερο επίπεδο, λίγο πιο τεχνικά, υποσυνείδητα και ήπια, αλλά ουσιαστικά καυστικά.

Στις σελίδες και στους χαρακτήρες του “Πλιάτσικου” μερικές φορές νομίζουμε ότι βλέπουμε τον Μίστερ Μπιν, αλλά βλέπουμε και τις διαβολικές φάτσες των Μπλερ και Θάτσερ, ενώ το πρόσωπο του Χάρολντ Ουίλσον των εργατικών είναι παρελθόν, μια ξεθωριασμένη ανάμνηση. Σήμερα γνωρίζουμε καλά ότι το κεφάλαιο και οι λογαριασμοί που ανοίγει ο Κόου με αυτή την περίοδο της Βρετανικής ιστορίας, που ο ίδιος πριν λίγα χρόνια υποστήριξε ότι κλείνει με το 11, στην ουσία ολοκληρώνεται με το Μπρέξιτ και τη”Μέση Αγγλία”.
Το βιβλίο αυτό είναι μια δριμεία και σε βάθος κριτική για το πώς “εγκαταστάθηκε” ο καπιταλισμός και “μεταλλάχθηκε” στον παραπλανητικό και ηχητικά ανώδυνο “νεοφιλελευθερισμό”. Ο Κόου χρησιμοποιεί μια υπόθεση αστυνομικού θρίλερ -ο ίδιος εραστής του απρόβλεπτου και θαυμαστής του “Αγκαθα-Κριστισμού” – ώστε να φτάσει στο στόχο του. Ένα θρίλερ όπου οι πρωταγωνιστές θα μπορούσαν να μπαινοβγαίνουν στις σελίδες του βιβλίου χέρι με χέρι με τον Ηρακλή Πουαρό.

Είναι ένα σαγκά που ακολουθεί την πορεία της οικογένειας Γουίνσο από την 30η Νοέμβρη 1942, όπου το μέλος της, Γκόντρφρι Γουίνσο -ένα από τα τέσσερα αδέρφια-, αεροπόρος της ΡΑΦ, χάνεται με το αεροπλάνο του και δηλώνεται ως καταρριφθής εκ των Γερμανών, πράγμα που από κάποιο μέλος της οικογένειάς του, αμφισβητείται. Το μέλος αυτό, -η υπερευαίσθητη ψυχικά και νοητικά “γεροντοκόρη”, αδερφή Ταμπίθα-, ενώ παρουσιάζει διαταραχές, είναι μάλλον το πιο ψύχραιμο άτομο όσο αφορά την αντίληψη των πραγμάτων και των χαρακτήρων της οικογένειας. Αυτή λοιπόν σε προχωρημένη ηλικία, προσλαμβάνει τον αφηγητή-συγγραφέα Μάικλ Όουεν να γράψει την ιστορία της οικογένειάς της. Στην πραγματικότητα πρόκειται για μια συμμορία τύπου μαφιόζικης Σιτσιλιάνικης οικογένειας αλλά στο πιο φλεγματικό. Όποια πέτρα κι αν σηκώσεις, όποια μεθόδευση κι αν διακρίνεις, όποιος θάνατος-φόνος δεν μοιάζει και τόσο αθώος, κάποιος Γουίνσο είναι από πίσω. Πουλάνε, αγοράζουν, περιουσίες, επιχειρήσεις, ζωές…. Μεθοδεύουν την παραπλάνηση της κοινής γνώμης και αφαιρούν τα δημόσια κοινωνικά αγαθά με ιδιωτικοποιήσεις (που μελλοντικά θα αποδειχτούν άστοχες και αναποτελεσματικές), συγχωνεύσεις κι όλων των ειδών τα οικονομολογικά τερτίπια που συνήθως ξεκινούν από το Σίτι.
«Δεν υπάρχει λόγος να περνάς μια σκανδαλώδη νομοθεσία και μετά να δίνεις στους άλλους το χρόνο να προετοιμαστούν. Πρέπει να παρεμβαίνεις αμέσως και να την επικαλύπτεις με κάτι ακόμα χειρότερο, προτού η κοινή γνώμη προλάβει να καταλάβει το κακό που τη βρήκε».
Πάγια πρακτική των αδιαφανών και ανειλικρινών κυβερνήσεων σε συνεργασία με τα ξεπουλημένα ΜΜΕ: Ντόρος για δήθεν σκάνδαλα, στροφή του ενδιαφέροντος της κοινής γνώμης σε συγκεκριμένα ανούσια ζητήματα που όμως φανατίζουν, λίγο πριν τα κοινοβούλια ψηφίσουν άδικους, αντιλαϊκούς και κατασταλτικούς νόμους.

Εντυπωσιακός είναι ο τρόπος που επιλέγει ο Κόου να αναδείξει το πώς κάθε νέα γενιά Γουίνσο, από το στάδιο της αφέλειας, περνά στο στάδιο της ένοχης πονηρής συνωμοσιακής συνενοχής. Διαβάζοντας π.χ. τα ημερολόγια του Χένρι, φαίνεται το πέρασμα από την ανέμελη εφηβεία, στο στάδιο της μύησης στην τάξη και την οικογένεια. Η φρίκη του πολέμου δεν θα αγγίξει τον Χένρι. Θα μάθει στην πορεία για αυτό. Εντάσσεται μεν σε έναν στρατό, αλλά αυτός δεν είναι ο στρατός που πολεμά σε χαρακώματα. Είναι αυτός που καθορίζει τα πάντα, απλά γιατί μπορεί. Το κάνει χωρίς λύπη, δεύτερες σκέψεις, αναστολές και δισταγμούς.

Το βιβλίο για τον συγγραφέα του, είναι ένα παιχνίδι σημειολογίας. Ο Κόου, κατάφερε να εντάξει πολλά στοιχεία από την ομώνυμη ταινία του Πατ Τζάκσον του 1961, μια κωμωδία τρόμου η οποία “πρωταγωνιστεί” στο βιβλίο, αφού ο συγγραφέας-αφηγητής Μάικλ Όουεν εμφανίζεται να την παρακολουθεί ξανά και ξανά στα παιδικά του χρόνια, ενώ το τελευταίο μέρος του βιβλίου, ακολουθεί την πλοκή της ταινίας. Στην πραγματικότητα, εκτός από πηγή έμπνευσης , είναι ένας άξονας γύρω από τον οποίο αναπτύσσεται ελικοειδώς σαν DNA η υπόθεση του βιβλίου.

Ξαναδιαβάζοντας το “πλιάτσικο” δέκα χρόνια μετά από την πρώτη ανάγνωση, λόγω της ενασχόλησης της αναγνωστικής μας λέσχης με αυτό, μένω εκστατική.
Οι λόγοι είναι δύο:
Πρώτα, επιβεβαιώνω το πόσο μεγάλος συγγραφέας είναι ο Κόου, και αυτό φαίνεται σε ετούτο, ένα από τα πρώιμα μυθιστορήματά του. Επίσης, αναγνωρίζω το μεγαλείο του, ως πολιτικό και κοινωνικό ον, με λόγο και έκφραση, με φοβερή οξυδέρκεια και ξεκάθαρη σκέψη και μάλιστα σε μια χώρα όπως είναι η Βρετανία.
Δεύτερον, νιώθω ανατριχίλα στη ραχοκοκκαλιά μου και μόνο αναγνωρίζοντας τις πρακτικές και τις μεθοδεύσεις των οικονομικών συστημάτων ακόμα από τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια, ενώ κάποιες -θα μπορούσε κανείς να πει- θεατρικές σκηνές στον πλανήτη, επαναλαμβάνονται με τον ίδιο τρόπο, με το ίδιο μένος, με τις ίδιες μεθόδους, απλά με ανανεωμένα εργαλεία. Αυγανιστάν, Ιράκ, Σαντάμ, Καντάφι, πετρελαϊκό ζήτημα, τρελές αγελάδες, Χιλή, Πινοσέτ, Αργεντινή, αλλά και Συρία, Βολιβία, Ισραήλ, Κουρδικό ζήτημα, Brexit, Monsanto και η Σιβηρία και o Αμαζόνιος στις φλόγες…
Σε ποιο έργο θεατής; Με φρίκη διαπιστώνω την αντικειμενοποίηση του ανθρώπου, την μετατροπή του σε μηχανή σίτισης του κεφαλαίου και ο Κόου τα έχει πει όλα, με αφορμή τις υποψίες μιας μισότρελης γηραιάς γεροντοκόρης για το θάνατο του αδερφού της…
Το “Τι ωραίο Πλιάτσικο” είναι αντικειμενικά ένα εξαιρετικό μυθιστόρημα. Εικοσιπέντε χρόνια μετά την συγγραφή του, παραμένει επίκαιρο, δυνατό και ζωντανό. Ένα μυθιστόρημα για το πρόσφατο παρελθόν και για το σήμερα, για τον κάθε αναγνώστη που έχει τα μάτια και τα αυτιά του μυαλού του ανοιχτά.

Για την Αναγνωστική Λέσχη ΠΡΟΜΗΘΕΥΣ,
Β. Μ..

 

ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ:

1. Μιλώντας για Αγγλία και όχι Βρετανία εννοούμε τον κεντρο-νοτιο-ανατολικό κορμό της χώρας, αφού οι Σκώτοι, οι Ουαλοί και οι Βοριοϊρλανδοί αντιμετώπιζαν πολύ διαφορετικά το νέο για αυτούς συχνά τρομαχτικό πρόσωπο της Νέας Βρετανίας. Άλλωστε αυτοί υπήρξαν πάντοτε “κατακτημένοι”.

2. Μετά από δεκαετίες αντιθέσεων και ένοπλου αγώνα, θάνατος του Μπόμπι Σαντς (Ρόμπερτ Τζέραρντ Σαντς ) στις φιλακές Μέιζ μετά από γενικευμένη απεργία πείνας το 1981. Οι απεργοί πέθαιναν ο ένας μετά τον άλλον και συγγενείς και πολιτικοί κύκλοι ζήτησαν από την Θάτσερ να διαπραγματευτεί με τους κρατούμενους. Η απάντησή της ήταν: “Ένα έγκλημα, είναι ένα έγκλημα.” Ο Μπόμπι Σάντς, ο οποίος είχε οριστεί αρχηγός του ΙΡΑ πέθανε μετά από 66 ημέρες απεργίας. Ο θάνατός του όμως, έκανε τον κόσμο να δει αυτή τη μεριά του κόσμου με διαφορετικό μάτι.

3. Το Δεκέμβρη του 1979 οι Ρώσοι εισβάλουν στο Αφγανιστάν, εκθρονίζουν τον πραξικοπηματία Αμίν και εγκαθιστούν στην εξουσία τον Μπαμπράκ Καμάλ, ένα άβουλο ανδρίκελο.

3a. Ο Ισραηλινός πρωθυπουργός Μεναχέμ Μπέγκιν ηγήθηκε των Ισραηλινών επιθέσεων στη Συρία.

3b. Ο Στρατηγός Λεοπόλντο Γκαλτιέρι ήταν ο ηγέτης της Χούντας της Αργεντινής – μια από τις σκληρότερες στην ιστορία- θεώρησε ιστορική ευκαιρία να ανακατάλβει τα νησιά Φώκλαντ και να αποκαταστήσει την αδικία που έκαναν στη χώρα του οι Βρετανοί το 1833.

Posted on

ΔΥΟ-ΔΥΟ ΤΑ ΝΟΜΠΕΛ ΠΑΙΔΙΑ, ΓΙΑ ΝΑ ΠΡΟΦΤΑΣΟΥΜΕ!

Νόμπελ με αναδρομική ισχύ φέτος, αποφάσισε να δώσει η Σουηδική Ακαδημία, μια που πέρσι, λόγω οικονομικών σκανδάλων και ζητημάτων σεξουαλικής παρενόχλησης ανάμεσα στα μέλη της επιτροπής, δεν δόθηκε βραβείο ΝΟΜΠΕΛ
O tempora o mores….
Οι άνθρωποι που υποκύπτουν σε οικονομικούς πειρασμούς ή παρενοχλούν ηθικά ή σεξουαλικά συνανθρώπους τους είναι αυτοί που αποφάσιζαν και ενδεχομένως αποφασίζουν και σήμερα (για να είμαστε ακριβείς μόλις προχθές) να απονείμουν ένα βραβείο σε έναν εν ζωή συγγραφέα, από οποιαδήποτε χώρα, ο οποίος σύμφωνα με την διαθήκη του Άλφρεντ Νόμπελ παρήγαγε το πιο εντυπωσιακό έργο στο τομέα της λογοτεχνίας, σε μια ιδεώδη κατεύθυνση “den som inom litteraturen har producerat det mest framstående verket i en idealisk riktning” .
Εδώ τίθεται το θέμα του τι ακριβώς σημαίνει ιδεώδης κατεύθυνση; Πώς εννοούν άνθρωποι “διαβρωμένοι” και βουτηγμένοι σε ένα βρώμικο παιχνίδι χρήματος και επιβολής δύναμης το “ιδεώδες” για την ανθρωπότητα; Με ποια κριτήρια ταξινομούν το σύνολο του λογοτεχνικού έργου ενός συγγραφέα πιο ουσιαστικό από ένα άλλο; Ιδεώδες στον θρησκευτικό χώρο είναι άλλο, ενώ στον κοινωνικό ή πολιτικό τομέα είναι κάτι πολύ διαφορετικό. Πόσο μάλλον σε οικονομικό επίπεδο. Η λογοτεχνία δεν είναι έξω από όλα αυτά. Είναι η πνευματική καταγραφή και απόδοση όλων των προαναφερθεισών εκφάνσεων της πραγματικής ζωής.
Ο κατά την Βικιπαιδεία (και όχι μόνον) ορισμός αναφέρει: Με τον όρο Λογοτεχνία ορίζονται τα γραπτά και προφορικά προϊόντα του έντεχνου λόγου. Η λογοτεχνία είναι έννοια στενότερη από τη γραμματεία, που περιλαμβάνει το σύνολο των – γραπτών κατά κανόνα- κειμένων μιας συγκεκριμένης κοινότητας. Αυτό, λοιπόν, που διαφοροποιεί τα λογοτεχνικά κείμενα από τα μη λογοτεχνικά είναι η «λογοτεχνικότητα». Η έννοια της λογοτεχνικότητας βέβαια δεν μπορεί να οριστεί εύκολα, γι’ αυτό και ο χώρος της Λογοτεχνίας δεν μπορεί να καθοριστεί με αυστηρά όρια.
Για τον καθορισμό της έννοιας της λογοτεχνικότητας έχουν γίνει πολλές προσπάθειες, οι οποίες μπορούν να διακριθούν σε δύο ομάδες, ανάλογα με τις κατευθύνσεις που ακολουθούν: η μία είναι η οντολογική εξέταση, αυτή δηλαδή που προσπαθεί να ορίσει τη Λογοτεχνία «εκ των έσω», με εσωτερικά κριτήρια, με τα οποία προσπαθεί να προσδιορίσει κάποια σταθερά χαρακτηριστικά του λογοτεχνικού λόγου. Κάποιες από τις προσπάθειες οντολογικού ορισμού είναι οι ορισμοί της Λογοτεχνίας ως «μυθοπλαστικής γραφής», ως «αποκλίνουσας χρήσης της γλώσσας» ή ως κειμένου που προσφέρει «αισθητική απόλαυση».
Πόσο είμαστε σίγουροι ότι στο μυαλό του κάθε μέλους της επιτροπής αυτό είναι ξεκαθαρισμένο;
Είναι γεγονός, ότι στο παρελθόν έχουν δοθεί βραβεία μόνο και μόνο από υποχρέωση, γιατί κάποιος συγγραφέας ασθενεί και είναι ετοιμοθάνατος, γιατί το προκλητικό ή το πρωτότυπο μοιάζει και πρωτοποριακό, γιατί το δυσνόητο φαίνεται λόγιο, ενώ οι βραχείες λίστες παρουσιάζουν τουλάχιστον κοινωνιολογικό ενδιαφέρον…
Είναι όμως αυτοί λόγοι να βραβεύσεις έναν συγγραφέα;
Στην ιστορία των Νόμπελ λοιπόν, έχουν δοθεί βραβεία που η σύμβαση και η συγκατάβαση -αν και η φαινομενική πρόθεση είναι να προβληθούν ως ρηξικέλευθα- είναι προφανής: (Κνουτ Χάμσουν, Γκύντερ Γκρας, Χάρολντ Πίντερ, Μπομπ Ντύλαν. κ.α.) Συνήθως αυτά τα βραβεία δόθηκαν όταν ο δημιουργός δεν επηρέαζε πια τον αναγνώστη ή τον ακροατή και πολύ απείχε από το να εκφράζει πια μια πρωτοπορία.
Έχουν δοθεί περίεργα και τολμηρά βραβεία (Ελφρίντε Γελινεκ, Ζοζέ Σαραμάγκου, Τόνι Μόρισον),
γενναία βραβεία (Ντάριο Φο, Ντόρις Λέσινγκ, Ανατολ Φρανς, Σβετλάνα Αλεξίεβιτς) και πραγματικά άξια βραβεία λογοτεχνίας με ιδιαίτερο ιστορικό, πολιτικό, κοινωνικό και ηθικό μήνυμα και έκδηλη την τέχνη του λόγου (Ορχάν Παμούκ, Ίβο Άντριτς, Αντρε Ζιντ, Σόουλ Μπέλοου, Αλμπέρ Καμύ, Τζον Στάινμπεκ, Γκαμπριέλ Γκαρσία Μαρκές, Μάριο Βάργκας Λιόσα, Κάζουο Ισιγκούρο, Πατρίκ Μοντιανό κ.α.)
Η Ελλάδα τιμήθηκε δύο φορές με Νομπελ λογοτεχνίας με δύο από τους σημαντικότερους Νεοέλληνες Ποιητές της τον Γιώργο Σεφέρη το 1963 και τον Οδυσσέα Ελύτη 1979, ενώ και ο Σαλβατόρε Κουασιμόντο (1959) ήταν ελληνικής καταγωγής με Ιταλική υπηκοότητα, από τις Συρακούσες, γιος της Ρόζας Παπανδρέου από την Πάτρα.
Επίσης βραβεία δεν δόθηκαν τα έτη 1914, 1918, 1935, 1940-1943, 2018.
Αξιομνημόνευτη ήταν η βράβευση του Σαν Πολ Σαρτρ το 1964, ο οποίος αρνήθηκε το βραβείο για φιλοσοφικούς, πολιτικούς και ηθικούς λόγους.
Διπλά βραβεία είχαμε το 1974, όπου η Ακαδημία ευλόγησε τα γένια της κατά τη λαϊκή ρήση, με δύο Σουηδούς, λογοτέχνες τον Έιβιντ Γιόνσον και τον Χάρι Μάρτινσον.
Φέτος αν και έχουμε διπλή βράβευση, η μία της Όλγκα Τοκάρτσουκ από την Πολωνία ήδη βραβευμένη με Man Booker το 2018, για το “Bieguni” που δεν έχει μεταφραστεί στα ελληνικά, αποδίδεται στο 2018.
Έτσι αυτόν που πραγματικά γιορτάζουμε ως νικητή φέτος είναι τον Πίτερ Χάντκε , τον μεγάλο Αυστριακό συγγραφέα με το ανοιχτό μυαλό και την αδέσμευτη κρίση, που σε όλη του τη λογοτεχνική ζωή προσπάθησε να απελευθερώσει τον δέκτη (αναγνώστη ή ακροατή και θεατή) είτε μέσα από τα θεατρικά του έργα, είτε μέσα από τα λογοτεχνικά πεζά ή περιηγητικά του κείμενα, από την μανιερίστικη λογική καλουπωμένης πρόσληψης των νοημάτων του κειμένου και την ψευτο-μοντέρνα έκφραση, λέγοντας ουσιαστικά πράγματα με ασυνήθιστο τρόπο.
Σε αντίθεση με την πλειοψηφία των κεντροευρωπαίων με πρόσβαση στα μέσα έκφρασης και λόγου, ο Χάνγκε τάχθηκε φανερά κατά της διάλυσης της Γιουγκοσλαβικής Ομοσπονδίας και προσπάθησε να στηρίξει την απενοχοποίηση των Σέρβων για όλα τα δεινά του πολέμου, χωρίς να γίνεται μεροληπτικός.
Μέχρι σήμερα έχει αποσπάσει πολλά βραβεία.
Κατά την άποψή μας, από τα σημαντικότερα βιβλία του είναι, “Η αγωνία του τερματοφύλακα πριν από το πέναλτι”, “Η αριστερόχειρη γυναίκα” (που μεταφέρθηκε εξαιρετικά στην μεγάλη οθόνη), “Βρίζοντας το κοινό”, “Χειμωνιάτικο ταξίδι στους ποταμούς Δούναβη, Σάβο, Μοράβα και Δρίνο ή δικαιοσύνη για τη Σερβία” και “Η μεγάλη πτώση”, όχι απαραίτητα με αυτή τη σειρά.
Γεννήθηκε το 1942 στην Καρινθία της Αυστρίας. Η μητέρα του ήταν σλοβενικής καταγωγής, ο πατέρας του Γερμανός στρατιώτης. Από το 1985 ζει στη μόνιμα στη Σαβίλ, έξω από το Παρίσι.

  • Μια άλλη πρωτοτυπία που μπορεί να φανεί συμπτωματική, ακόμα και άσχετη, είναι το γεγονός ότι αυτή τη χρονιά, η απονομή του βραβείου Νόμπελ λογοτεχνίας έγινε δέκα ημέρες πριν και όχι κατά τη διάρκεια της Έκθεσης Βιβλίου στην Φρανκφούρτη, της παγκοσμίως σημαντικότερης φιέστας για το βιβλίο. Κατακερματίζονται οι σχέσεις, αποσυνδέονται τα πράγματα που παραδοσιακά είχαν μια ολότητα και μία συνέχεια; Είναι δεδομένο ότι δεν έχει γίνει από αβλεψία. Διοργανώσεις αυτού του μεγέθους και αυτής της ηλικίας (Νόμπελ από το 1901, Frankfurter Buchmesse από το 1530 περίπου), δεν ορίζουν τυχαίες ημερομηνίες κι αν συμπέσουν… Είναι πιθανό κάποιο συμφέρον να θέλει να φέρει αλλαγή ακόμα και σε αυτή την συνολική γιορτή για το βιβλίο. Μνήμες όπως: η πλειοψηφία του κόσμου (επισκέπτες και εκθέτες) κάτω από τα μόνιτορ που μεταδίδουν τα αποτελέσματα της ψηφοφορίας και την ανακοίνωση του νικητή, η μέρα π.χ. που όταν ακούστηκε το όνομα του Ορχάν Παμούκ σείστηκε η Frankfurter Messe απ’ άκρη σ’ άκρη, η συγκίνηση, η χαρά, μετέπειτα τα πηγαδάκια, οι παρουσιάσεις, τα πάνελ που δημιουργούνταν και μεταδίδονταν στις τηλεοράσεις όλου του κόσμου, ακόμα και η ώθηση των εμπορικών συναλλαγών, θα πάψουν να υπάρχουν και η αίσθηση της έκθεσης θα αποχρωματιστεί, ενώ η δύναμή της θα πάψει να είναι η ίδια.
    Ίσως τα ήθη δεν αλλάζουν μόνο γιατί τροποποιούνται οι συνθήκες οπότε μια ανάγκη παύει να υπάρχει και ξεφυτρώνει μια άλλη. Ίσως τα ήθη αλλάζουν όταν αυτοί που μπορούν, αποφασίζουν ότι πρέπει για κάποιο όφελος (σίγουρα όχι συνολικό) να αλλάξουν και το πράττουν.
    Για όλα αυτά φυσικά τα μέσα δεν αναφέρθηκαν, δεν παραξενεύτηκαν, δεν απόρησαν, δεν εξέφρασαν άποψη. Ομοίως και ο κόσμος του βιβλίου.
    Αναρωτιέμαι, τι άλλο θα δούμε ακόμα;

    Β.Μανουσαρίδου

Posted on

Αρτούρο Πέρεθ Ρεβέρτε (Arturo Perez Reverte)

Αρτούρο Πέρεθ Ρεβέρτε  (Arturo Perez Reverte)

Ο συγγραφέας που αναδεικνύει όλες τις αδυναμίες της ανθρώπινης φύσης και τα κυριότερα φιλοσοφικά διλήμματα μέσα από βιβλία περιπέτειας.

Ο Αρτούρο Πέρεθ Ρεβέρτε, γεννήθηκε στο λιμάνι της Καρθαγένης το 1951.  Άρχισε να σπουδάζει Δημοσιογραφία και παράλληλα Πολιτικές Επιστήμες. Στα 22 του άρχισε κιόλας να εργάζεται ως δημοσιογράφος -και μάλιστα επιλέγοντας το πολεμικό ρεπορτάζ- αρχικά στο Diario Pueblo και στη συνέχεια στην Ισπανική Τηλεόραση. Έζησε από κοντά και κατέγραψε όλους τους σύγχρονους πολέμους του πλανήτη. Κάλυψε τα γεγονότα της Κύπρου, τον πόλεμο στο Λίβανο και την Ερυθραία, όπου μάλιστα «χάθηκε» για αρκετούς μήνες και σώθηκε από τους αντάρτες, ενώ αναγκάστηκε να πολεμήσει κι ο ίδιος για τη ζωή του. Στη συνέχεια κάλυψε την επέμβαση των Βρετανών στα νησιά Φώκλαντ, και την ανατροπή του καθεστώτος στη Νικαράγουα από τους Σαντινίστας. Ακολούθησαν η Λιβύη και το Σουδάν αλλά και η επέμβαση στον Περσικό Κόλπο και τέλος η διάλυση της Γιουκοσλαβίας με τελική ανταποκρητική δραστηριότητα στον πόλεμο της Βοσνίας, για τον οποίο έχει εκφράσει αρκετούς από τους προβληματισμούς του στο βιβλίο του «Ο Ζωγράφος των Μαχών».

Είναι παντρεμένος και έχει μια κόρη. Ο βασιλιάς Χαβιέρ Α’ τον έχρισε Δούκα του Κόρσου και Βασιλικό Δάσκαλο της Ξιφασκίας του Βασιλείου της Ρεντόντας, συνεπώς απέκτησε και τίτλους ευγενείας.

Το 2004 έγινε ο πρώτος επίτιμος διδάκτωρ του Πολυτεχνείου της Καρθαγένης.

Σαν άνθρωπος είναι αντισυμβατικός, και το απολαμβάνει. Ενώ πλέον, έχει αποκτήσει οικονομική άνεση και γνωριμίες με υψηλά ιστάμενα πρόσωπα, δέχεται την κριτική, αλλά κάνει και κριτική ακόμα και στους ισχυρούς του “φίλους” ή στην πολιτική ηγεσία της χώρας του, χωρίς προκαλύμματα και μασημένα λόγια.

Στη λογοτεχνία κάνει το ντεμπούτο του το 1986 με τον «Ουσάρο», ένα ιστορικό μυθιστόρημα, το οποίο δεν έγινε ποτέ μεγάλο Best Seller αλλά με αυτό άφησε το στίγμα του στα Ισπανικά γράμματα.

Σαν νεαρός, που μεγάλωνε δίπλα στη θάλασσα, εμπνεύστηκε από τον Χέρμαν Μέλβιλ, τον Τζόζεφ Κόνραντ, τον Ρόμπερτ Λούις Στίβενσον, τον Τζακ Λόντον. “Αυτοί οι συγγραφείς με «έκαναν να φύγω από το σπίτι μου» στα 18. Δεν ήταν ότι ήθελα να γράψω ΣΑΝ αυτούς, ήθελα να να γίνω ο Ήρωας, ο κεντρικός χαρακτήρας της περιπέτειας. Για αυτό και δεν έγραψα μέχρι τα 35 μου. Ήθελα να το ζήσω.’’  Θα δηλώσει σε συνέντευξη στην Ελίζαμπεθ Νας.

Συνέχισε με τον «Δάσκαλο της ξιφασκίας», ένα πολυεπίπεδο μυθιστόρημα εποχής με εντυπωσιακά δυνατούς χαρακτήρες που είτε πρωταγωνιστούν είτε έχουν περιφερειακούς ρόλους στην πλοκή του βιβλίου. Στα ελληνικά, ο «δάσκαλος» έτυχε μιας εξαιρετικής μετάφρασης από το Χάρη Παπαγεωργίου, που απέδωσε ίσως με τον καλύτερο τρόπο την γεμάτη θεωρητικές αντιθέσεις σχέση των δύο πρωταγωνιστών αλλά και τη λογοτεχνική και δομική αξία του μυθιστορήματος.

Η μεγάλη επιτυχία όμως έρχεται το 1990 με τον «Πίνακα της Φλάνδρας». Πρόκειται για ένα αστυνομικό μυθιστόρημα που όμως χρησιμοποιεί την αστυνομική υπόθεση ως όχημα για να αναδείξει τους εκπληκτικούς χαρακτήρες αλλά και το ταλέντο του συγγραφέα που περιγράφει αριστοτεχνικά τις εσωτερικές τους συγκρούσεις και αντιθέσεις.

 

Το 1993 εκδίδεται ένα από τα σημαντικότερα μυθιστορήματά του, που στη συνείδηση και των πιο απαιτητικών αναγνωστών από αυτούς του «Πίνακα» τον κατέστησαν μεγάλο συγγραφέα και λογοτέχνη, η «Λέσχη Δουμά» με τον υπότιτλο: “Η σκιά του Ρισελιέ.” Είναι ένα μυθιστόρημα που κινείται μεταξύ του πραγματικού και του φανταστικού, του αστυνομικού θρίλερ και της φιλοσοφικής αναζήτησης, του γρίφου και του συμβολισμού. Πέρα από αυτό όμως είναι ένα βιβλίο για το ίδιο το βιβλίο αλλά και για την ανθρώπινη μισαλλοδοξία, ματαιοδοξία και το φόβο του θανάτου. Ο κεντρικός ήρωας παλεύει και ζει μεταξύ φυσικού και μεταφυσικού, κάνει σχέση με μια γυναίκα-δαίμονα ή άγγελο και λύνει το μυστήριο της υπόθεσης χρησιμοποιώντας τη ζωή και το χαρακτήρα του ανθρώπου και λογοτέχνη Αλεξάνδρου Δουμά και των χαρακτήρων των μυθιστορημάτων του. Πρόκειται επίσης για ένα βιβλίο γεμάτο συμβολισμούς αποτυπωμένους και στις γκραβούρες του βιβλίου που αναζητείται ώστε να εξασφαλίσει στον κάτοχό του την αιώνια ζωή.  Το βιβλίο μεταφέρθηκε στη μεγάλη οθόνη από τον Ρόμαν Πολάνσκι με τον τίτλο «Η ένατη πύλη» και με πρωταγωνιστή τον Τζόνι Ντεπ στο ρόλο του Κόρσο του εξπέρ-ντετέκτιβ βιβλίων.

Ακολουθούν κάποια μυθιστορήματα που δεν μεταφράστηκαν στα ελληνικά αλλά και κάποια από τα βιβλία που αποτελούν το sequel του Λοχαγού Αλατρίστε (άλλη μια κινηματογραφική επιτυχία με τον Βίγκο Μόργκενσεν στον πρωταγωνιστικό ρόλο).

 

Ο «Ναυτικός Χάρτης» το 2000 είναι μια περιπέτεια. Μια περιπέτεια από αυτές που ο ίδιος έζησε στα νιάτα του και που εξακολουθεί να ζει στις περιπλανήσεις με το σκάφος του. Αυτό το βιβλίο σου κάνει σαφές ότι δεν πρόκειται μια απλή περιπέτεια, αλλά για την αέναη αναζήτηση του εαυτού, τη μάχη της δύναμης και της αδυναμίας. Ένα από τα στοιχεία που πραγματεύεται, είναι η παραίτηση και πότε ή για ποιους λόγους έρχεται αυτή, ακόμα και τη στιγμή που κανείς θεωρεί ότι γνωρίζει ή έχει δοκιμάσει και την τελευταία ικανότητά του.

Το 2002 έρχεται η «Βασίλισσα του Νότου». Είναι η ιστορία μιας νεαρής Μεξικάνας που από τύχη (ή από ατυχία) βρίσκεται στην Ισπανία να ηγείται μιας ομάδας trafficking ναρκωτικών. Και σε αυτό το βιβλίο οι δύο βασικές αρετές του συγγραφέα θριαμβεύουν και πάλι: η ικανότητά του να δημιουργεί χαρακτήρες που σε καθηλώνουν και σε αφήνουν εκστατικό και για το επίπεδο της έρευνας και της άμεσης γνώσης των όσων περιγράφει. Στο βιβλίο, στις ευχαριστίες του, ο ίδιος ο συγγραφέας κάνει μνεία ή αφήνει να εννοηθεί ότι η έρευνά του δεν ήταν μονόπλευρη. Άλλωστε όπως ο ίδιος δηλώνει, για κάθε βιβλίο του, η έρευνα διαρκεί περίπου δύο χρόνια!

Το 2004 κυκλοφόρησε στην Ισπανία το «Ακρωτήρι Τραφάλγκαρ» που επίσης δεν μεταφράστηκε ποτέ στα ελληνικά, αλλά όμως εξασφάλισε στο συγγραφέα του το Μεγάλο Σταυρό της Ναυτικής Τιμής του Ισπανικού Ναυτικού, την υψηλότερη διάκριση που μπορεί να απονείμει το Ναυτικό σε πολίτη. Το βιβλίο δίνει την Ισπανική άποψη για την Ιστορική αυτή Ναυμαχία, όπως επίσης και την ανθρώπινη πλευρά των ναυτολογημένων “αναλώσιμων” πολεμιστών που έλαβαν μέρος σε αυτήν. Πιστά και αθεράπευτα ανθρωποκεντρικός ο Ρεβέρτε βάζει πάλι τον άνθρωπο στην πρώτη θέση οποιουδήποτε γεγονότος όσο ιστορικά σημαντικό κι αν είναι αυτό.

Το 2006, γράφει το «Ζωγράφο των Μαχών» .

«Είναι εύκολο να γίνεις μελοδραματικός περιγράφοντας τον πόλεμο,» θα πει, «περιγράφοντας, το αίμα, τη βία, την κακία και την πονηρία. Εγώ όμως ήθελα να κάνω το αντίθετο. Να αντιμετωπίσω τον τρόμο σαν κάτι παγωμένο και στερεό, όπως ένα κομμάτι μέταλλο.»

Στο ζωγράφο των μαχών περιέγραψε πράγματα που είχε ο ίδιος δει και είχε ζήσει. Στις καθημερινές συζητήσεις του Βόσνιου με τον ζωγράφο εξέφρασε τα δικά του διλήμματα έφτιαξε το δικό του ισοζύγιο για το σωστό και το λάθος, το ηθικό και το ανήθικο, τη ζωή και το θάνατο, τη δουλειά και το χρέος…. που όμως είναι θέματα που προβληματίζουν τον άνθρωπο γενικότερα σε όποιο μετερίζι κι αν κοπιάζει και αγωνίζεται και όχι μόνο τον συγγραφέα. Και το τέλος, φτιαγμένο από την ύλη της αρχαίας ελληνικής τραγωδίας, λύτρωσε την αδικία και την τραγικότητα του ανθρώπου, χρησιμοποιώντας ένα δυνατό συμβολισμό και δίνοντας τη λύση στο ηθικό αδιέξοδο. Όταν το διαβάσαμε σκεφτήκαμε με τρόμο ότι αυτό μοιάζει με κύκνειο άσμα. Ήταν όμως ίσως (και ευτυχώς), το ξεκαθάρισμα των λογαριασμών του συγγραφέα με την καριέρα του ως πολεμικός ανταποκριτής και που μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν είχε εκφράσει στο κοινό του ίσως γιατί ακόμα μέσα του δεν είχε ξεκάθαρη θέση.

Δυστυχώς πλέον έχει εξαντληθεί η ελληνική έκδοση, ενώ ελπίζουμε σε επανέκδοσή του μια που η δική μας ταπεινή άποψη είναι ότι είναι το σημαντικότερο και βαθύτερα φιλοσοφικό βιβλίο του πάνω στην ανθρώπινη φύση και τα παγκόσμια προβλήματα, όπως είναι ο παραλογισμός του πολέμου, η άποψη “all is fair in love and war”, το πού βρίσκεται το δίκιο -αν βρίσκεται κάπου, και το τι είναι σημαντικότερο: να αλλάξεις με την παρέμβασή σου την ιστορία, ή απλά να την καταγράφεις;

Το βιβλίο απέσπασε το Ιταλικό Βραβείο Premio Gregor von Rezzori.

Το 2007 εκδίδεται στην Ισπανία το Un dia de colera” (Μέρες οργής)., που επίσης δε μεταφράστηκε στα ελληνικά.

Το 2009 επίσης εκδίδεται στην Ισπανία και εδώ όχι, το Ojos azules (Μπλε μάτια).

Το 2010 ομοίως το El Asedio (Η πολιορκία)

Το 2012 και για την Ελλάδα το Νοέμβριο του 2013 κυκλοφορεί το «Τανγκό της Παλιάς Φρουράς». Πολλοί το χαρακτήρισαν σαν το καλύτερό του μυθιστόρημα ως εκείνη τη στιγμή. Η υπόθεση αφορά δύο χαρακτήρες, έναν άντρα και μία γυναίκα που συναντιούνται στο σαλόνι της πρώτης θέσης ενός υπερωκεάνιου. Από κει και πέρα, οι σχέσεις τους περιπλέκονται οι δρόμοι τους χωρίζουν και συναντιούνται σε μία αιώνια αναζήτηση και σε μία ανεκπλήρωτη αιτία πάνω στη γραμμή που χαράζουν τα βήματα ενός απελπισμένου τανγκό. Έρωτας, τανγκό, Μπουένος Άιρες, Νίκαια, πόλεμος, σκάκι, ίντριγκες, κατασκοπία, ανθρώπινες μοίρες.

“Το «Τανγκό της Παλιάς Φρουράς» είναι ένα πολύτιμο βοήθημα για τη διαχείριση της ήττας, πολιτικής και συναισθηματικής, αλλά και των γηρατειών, ως αναπόσπαστο τμήμα της. Όπως είχε πει και ο Γκρέγκορυ Χάουζ  παλιότερα, αναφερόμενος σε αυτά, «μπορείς να ζήσεις με αξιοπρέπεια αλλά όχι και να πεθάνεις με αυτήν σε ένα σώμα υπό κατάρρευση». Στο βιβλίο του ο Ρεβέρτε αποδίδει το συναίσθημα ενός κόσμου που τελειώνει και της απεγνωσμένης προσπάθειας του ήρωά του να γαντζωθεί από αυτόν, να μην τον αφήσει να χαθεί. Στις σελίδες του συναντάμε μια συγκλονιστική (όσο και ευχάριστα ερεθιστική) αφήγηση του ηδονισμού, μακριά από ηθικές κρίσεις. Της ηδονοθηρίας της αστικής τάξης που οι θιασώτες της εργατικής απελευθέρωσης προτίμησαν να κατακρίνουν, για να διατηρήσουν τον «νέο άνθρωπο» σκλάβο της νόρμας και της παραγωγής. Η Μέτσα Ινθούθα δεν προσβάλλει παρά μόνο έναν καθωσπρέπει ηθικισμό και δεν του επιτρέπει ταυτόχρονα να την προσβάλλει. Και από αυτήν όμως στο τέλος δεν μένουν παρά μόνο οι αναμνήσεις αφού από ένα σημείο και μετά το πέρασμα του χρόνου, όταν δεν συνοδεύεται από μια διαρκή κριτική στάση απέναντι στα κελεύσματα της κάθε εποχής, καθιστά τις συμβάσεις θελκτικές. Και κάτι ακόμα, το βιβλίο αυτό αποκαθιστά ως ένα βαθμό, τουλάχιστον στα δικά μου μάτια, τον τυχοδιωκτισμό ενός κομματιού της εργατικής τάξης που η αριστερά βιάστηκε να απαξιώσει τσουβαλιάζοντας κάθε έκφραση του υπό τον χαρακτηρισμό «λούμπεν». Οπωσδήποτε ο Μαξ Κόστα είναι ένας λογοτεχνικός ήρωας προορισμένος να καταστεί συμπαθής, όμως και στην πραγματική ζωή έχει λιγότερο τσαμπουκά· μια πόρνη που εκτίθεται χωρίς καμιά «πανοπλία»ή ένας φτωχοδιάβολος διαρρήκτης από έναν βιομηχανικό εργάτη;”

Θοδωρής Αγαλιανός

 

Το 2013 εκδίδει το «El francotirador paciente», το οποίο θεωρείται από τα εξαιρετικά καλογραμμένα θρίλερ, που το 2015 κάνει την εμφάνισή του στην Ελλάδα:
«Η Υπομονή του Ελεύθερου Σκοπευτή»
Δύο άνθρωποι στις δύο άκρες μιας διελκυστίνδας. Μια δυναμική γυναίκα με ιδιαιτερότητες, πεισματάρα, επίμονη και με ένα σκοπό, ένας άνδρας θρύλος, τρομοκράτης της τέχνης, γκραφιτάς, ορκισμένος εχθρός της κοινωνίας ως έχει.
Εκείνη τον αναζητά. Εκείνος κρύβεται από όλους.

Για ακόμα μια φορά μέσα από μια σύγχρονη περιπέτεια καταφέρνει να περιγράψει τα άκρα και τις αντιθέσεις, αφήνοντας το ενδιάμεσο φάσμα να αιωρείται ανάμεσα, σαν μια πραγματικότητα που δεν έχει τόση σημασία, αφού αυτός ο χώρος πάντα καθορίζεται από τα άκρα του. Αυτό είναι που τον ενδιαφέρει, αυτό τονίζει άλλωστε σε όλο το συγγραφικό του έργο, αυτό που ο άνθρωπος γίνεται, αυτό που αγγίζει: την τελειότητα της υπερβολής, την νομοτελειακή κατάληξη της ανθρώπινης φύσης, δηλαδή την τραγωδία. Για πρώτη φορά στα χρόνια που την περιγράφει, την ονομάζει ευθέως. Τη βάζει στο στόμα του Σνάιπερ, που την ευαγγελίζεται και την επικαλείται, χωρίς πραγματικά να συνειδητοποιεί τι ακριβώς είναι η τραγωδία και η τραγικότητα, χωρίς να φαντάζεται ότι είναι ο κεντρικός ήρωας του δράματος και όχι ο συγγραφέας του.

Το βιβλίο είναι ένα σύγχρονο νουάρ. Μόνο που οι χαρακτήρες αλλάζουν θέσεις. Ποτέ ο κακός δεν είναι πάντα κακός και ο καλός δεν είναι πάντα καλός, απλά είναι άνθρωποι με όλα τα χαρακτηριστικά των ανθρώπων και τις αδυναμίες τους (κλασική συνταγή του συγγραφέα).

Το Νοέμβρη του 2014 κυκλοφορεί στην Ισπανία το βιβλίο του Perros e Hijos de Perra” (Τα σκυλιά και οι γιοι της σκύλας).

“Hombres buenos”,  «Καλοί άνθρωποι σε σκοτεινούς καιρούς».  (2015 στην Ισπανία, 2017 στην Ελλάδα)

«Σε καιρούς σκοτεινούς, πάντα υπήρξαν καλοί άνθρωποι που, με οδηγό τη Λογική, μόχθησαν να φέρουν στους συμπατριώτες τους τον διαφωτισμό και την πρόοδο. Και δεν ήταν λίγοι όσοι πάσχιζαν να τους εμποδίσουν».

Στα τέλη του 18ου αιώνα, όταν δύο μέλη της Βασιλικής Ισπανικής Ακαδημίας, ο βιβλιοθηκάριος δον Ερμογένης Μολίνα και ο ναύαρχος δον Πέδρο Θάρατε, επιφορτίστηκαν από τους συναδέλφους τους να ταξιδέψουν στο Παρίσι για να αποκτήσουν με τρόπο σχεδόν μυστικό τους 28 τόμους της Encyclopedie του Ντ’ Αλαμπέρ και του Ντιντερό, που στην Ισπανία ήταν απαγορευμένη, κανείς δεν μπορούσε να υποπτευθεί ότι οι δύο ακαδημαϊκοί θα αντιμετώπιζαν μια επικίνδυνη αλληλουχία μηχανορραφιών, ένα ταξίδι όλο αβεβαιότητες και τρομάρες, που θα τους οδηγούσε, μέσα από δρόμους γεμάτους ληστές και άβολες λοκάντες και πανδοχεία, από την πεφωτισμένη Μαδρίτη του Καρόλου Γ΄ στο Παρίσι των καφέ, των σαλονιών, των φιλοσοφικών κύκλων συζήτησης, της ελευθεριάζουσας ζωής και των πολιτικών αναταραχών τις παραμονές της Γαλλικής Επανάστασης. Βασισμένο σε πραγματικά γεγονότα και χαρακτήρες, τεκμηριωμένο με μεγάλη σχολαστικότητα, συγκινητικό και σαγηνευτικό σε κάθε του σελίδα, αφηγείται την ηρωική περιπέτεια εκείνων που, με οδηγό τους τα φώτα της Λογικής, θέλησαν ν’ αλλάξουν τον κόσμο με βιβλία, τότε που το μέλλον έσπρωχνε τις παλιές ιδέες στο περιθώριο και το άγχος της ελευθερίας έκανε εδραιωμένους θρόνους και κόσμους να παραπαίουν.

Πιάνοντάς το στο χέρι σου και πριν ανοίξεις την πρώτη σελίδα, αναρωτιέσαι: Πόσο καλύτερος μπορεί να γίνεται ένας συγγραφέας…. Κι όμως, σε αυτό το βιβλίο ο Πέρεθ-Ρεβέρτε ξεδιπλώνει τη μαεστρία και την εφευρετικότητά του όπως ίσως σε κανένα άλλο. Καταφέρνει να χαράζει μέσα στο ίδιο βιβλίο και σχεδόν ταυτόχρονα, δύο διαδρομές: της υπόθεσης που “τρέχει” σε παρελθοντικό χρόνο, και του ερευνητή-συγγραφέα που αναζητεί τα στοιχεία, τα γεγονότα και την αλήθεια ώστε να συγγράψει και να αναπλάσει την ιστορία. Η μαεστρία του, έγκειται όχι μόνο στο ότι καταφέρνει να τα καταγράψει με ακρίβεια, αλλά χρησιμοποιεί ένα ευφάνταστο τρικ για να στήσει το σασπένς όπως ίσως μόνο αυτός ξέρει. Βάζει λοιπόν τις δύο υποθέσεις να τρέχουν παράλληλα μέχρι που αυτές συγκλίνουν και συναντιούνται και μετά χωρίζονται πάλι.

Βασικό στοιχείο, είναι η ανθρώπινη αρετή της ηθικής προσήλωσης στο σκοπό. Σε έναν σκοπό ιερό και δίκαιο, για ένα γεγονός που άλλαξε την πορεία της ιστορίας της Ευρώπης ολόκληρης και καθόρισε τις τύχες αρκετών λαών. Ταυτόχρονα όμως, καταγράφει, το μάταιο, το εφήμερο και το άδικο.
«Μια αλήθεια, μια πίστη, μια γενιά ανθρώπων περνάει, ξεχνιέται, δεν μετράει πια. Εκτός ίσως για τους λίγους που πίστεψαν σε αυτή την αλήθεια, διακήρυξαν αυτή την πίστη ή αγάπησαν αυτούς τους ανθρώπους».

Τζόζεφ Κόνραντ, “Τα νιάτα”

Και σε αυτό το βιβλίο, ο πόλος μαγνητισμού είναι οι αντιθέσεις των χαρακτήρων, η συνύπαρξη του καλού με το κακό στους ίδιους ανθρώπους, το μεγαλείο της αφοσίωσης και του χρέους.
Πρόκειται για ένα μυθιστόρημα που είναι σύνθετο: Ιστορικό, ηθογραφικό, φιλοσοφικό, θρίλερ.
Σίγουρα όμως ένα βιβλίο που αξίζει την προσοχή και το ενδιαφέρον μας, για να μας δώσει τα υπέροχα στοιχεία που ζυμώνονται μέσα του, όπως αξίες, συναισθήματα, στοιχεία της ανθρώπινης φύσης και χαρακτήρα.

Τεχνική: Ξέρει να αρχίζει και να τελειώνει ένα μυθιστόρημα. Δεν χρησιμοποιεί ποτέ την τακτική της ήπιας “προσαρμογής του αναγνώστη”. Ως παλιός ρεπότερ, γνωρίζει πολύ καλά, ότι την είδηση τη διαβάζει κάποιος αν τον προκαλέσεις. Το ίδιο κάνει και στα βιβλία του. Όποιος έχει διαβάσει 150 λέξεις από την πρώτη σελίδα οποιουδήποτε βιβλίου του, έχει αποφασίσει να το διαβάσει μέχρι τέλους.

Χρησιμοποιεί την τεχνική του σοκ αλλά με έναν πολύ ιδιαίτερο τρόπο που δεν σε απωθεί ποτέ. Στην αρχή, γράφει με ένταση για όσα πραγματεύεται, ρεαλιστικά και συχνά ωμά, στην πορεία όμως τα απομυθοποιεί, πηγαίνοντας τον αναγνώστη μια βόλτα γύρω από το θέμα, ώστε να δει ή να οσμιστεί τις διαφορετικές πλευρές και αποχρώσεις. Ποτέ για τον Ρεβέρτε δεν υπάρχει μόνο καλό ή μόνο κακό, δεν υπάρχει μόνο μαύρο ή μόνο άσπρο. Μπορεί να αρχίζει με κάποιο από αυτά, αλλά διανύει την απόσταση μέχρι να ενώσει τα δύο άκρα με μια σχέση φιλοσοφική και αδιάρρηκτη.

“Ο δικός μου τρόπος να αντιμετωπίζω τα πράγματα είναι να βλέπω τις συμπεριφορές σαν μέρος των κανόνων. Όπως το πιόνι ή ο ιππότης σε μια παρτίδα σκακιού, δεν είναι ούτε καλό ούτε κακό αλλά κινείται σύμφωνα με τους κανόνες του παιχνιδιού έτσι ο Σέρβος που σκοτώνει κόσμο στη Βοσνία, ή ο εθελοντής της ανθρωπιστικής βοήθειας που σώζει παιδάκια στο Σουδάν, είναι τα δύο πρόσωπα του ίδιου ζώου.”, θα πει ο ίδιος στην Νας.

Το σοκ όμως το χρησιμοποιεί και στο τέλος. Συνήθως, φέρνει στον ήρωα τη λύτρωση. Ποια λύτρωση όμως; Όχι αυτή που συγχωρεί, που ανακουφίζει που απαλύνει. Αυτήν που τον φέρνει αντιμέτωπο με την αλήθεια του και τις συνέπειες των αποφάσεων και των πράξεών του. Γιατί στα αλήθεια η λύτρωση είναι ακριβώς αυτό: να κρίνεις και να δικάσεις τον εαυτό σου για τα “αμαρτήματά” σου, και να φτάσεις στη ρίζα της δικής σου ηθικής.

Είναι μεγάλος μαέστρος στο να χτίζει χαρακτήρες. Όλοι του οι ήρωες είναι πάντα ταυτόχρονα ήρωες και αντιήρωες στο ίδιο σκηνικό πλαίσιο. Είναι σαν κι εμάς, τους καθημερινούς και τους ασήμαντους ανθρώπους, αλλά είναι και όλα αυτά που κρατάμε κρυμμένα ή καταπιεσμένα στα τρίσβαθα της ψυχής μας. Ικανοί για το τίποτα και για τα πάντα, άλλες φορές υποτάσσονται στη μοίρα και άλλες την πολεμούν μέχρι την ύστατη στιγμή. Και στις δύο περιπτώσεις το μεγαλείο τους και η τραγικότητά τους αναδεικνύονται, μέσα από τα έξυπνα τρυκ του συγγραφέα, λειτουργεί απλά σαν να περιγράφει τι βλέπει από ένα παράθυρο, ενώ αφηγείται τα πιο απίστευτα ανθρώπινα διλήμματα. Συχνά, παρόλο που τα μηθιστορήματά του, έχουν τη μορφή αστυνομικού θρίλερ, είναι περισσότερο ηθογραφήματα.

Ποτέ για αυτόν, το παρόν δεν είναι ανεξάρτητο από το παρελθόν. Η ύπαρξη του κόσμου οφείλεται σε μια συνέχεια, σε μια κλωστή που διανύει το χρόνο. Έτσι ακόμα κι αν το θέμα του είναι σύγχρονο, πραγματεύεται, συμπεριλαμβάνει ή εξαρτάται από ιστορικά στοιχεία που συγκλόνισαν σε κάποιο βαθμό μερίδες ανθρώπων ή και την ανθρωπότητα γενικότερα.

Ο ίδιος, είναι βαθύς γνώστης των όσων περιγράφει και είναι σίγουρο πως οτιδήποτε έχει αναφερθεί σε βιβλίο του, από λαβίδα για την αποκατάσταση έργου τέχνης, βαριάντας του σκακιού, μέχρι υλικό βιβλιοδεσίας του 18ου αιώνα, δεν έχει κανένα μυστικό από αυτόν. Η έρευνά του προφανώς δεν είναι ποτέ επιφανειακή, αλλά φροντίζει να μην αφήνει καθόλου κενά περιγράφοντας ακόμα και τις πιο σπάνιες διαδικασίες. Πιστεύει ότι ο σύγχρονος άνθρωπος είναι αποπροσανατολισμένος από τα βασικά προβλήματα του κόσμου, και δεν διδάσκεται από την ιστορία, ενώ ικανοποιείται με αυτό που του “σερβίρουν”. Αυτό προσπαθεί να μην κάνει, και ιντριγκάρει και τον πιο επιφανειακό αναγνώστη να πάρει έστω και εν αγνοία του κάποια ερεθίσματα και κάποια εφόδια γνώσης ή κρίσης.

Χαρακτήρες: Οι χαρακτήρες του είναι ταυτόχρονα εξωπραγματικοί και καθημερινοί. Χωρίς έντονες αιχμές αλλά γεμάτοι με πάθη που προσπαθούν να τιθασεύσουν, άλλες φορές με επιτυχία και άλλες όχι. Συνήθως οι πιο δυνατοί χαρακτήρες των έργων του, άσχετα αν εμφανίζονται στη νεότητά τους, συνήθως «εξαντλούνται» στην ωριμότητά τους. Ο Ρεβέρτε, έχει πια βγάλει το συμπέρασμα, αλλά δεν το λέει, γιατί σίγουρα είναι δικό του και δεν θα το επιβάλει στον αναγνώστη του. Τον αφήνει να το οσμιστεί, να το κοινωνήσει και να το βάλει μέσα του χρησιμοποιώντας τα δικά του φίλτρα και κόσκινα.

 

Βιβλιογραφία:

  • El húsar (1986).
  • El maestro de esgrima (1988) Ο Δάσκαλος της ξιφασκίας
  • La tabla de Flandes (1990) Ο Πίνακας της Φλάνδρας
  • El club Dumas or La sombra de Richelieu (1993) Η λέσχη Δουμά
  • La sombra del águila (1993)
  • Territorio comanche (1994)
  • La piel del tambor (1995)
  • Un asunto de honor (1995)
  • El capitán Alatriste (1996) O λοχαγός Αλατρίστε 1.
  • Limpieza de sangre (1997) Η καθαρότητα του αίματος – Αλατρίστε 2
  • El sol de Breda (1998) Ο Ήλιος της Μπρέντα – Αλατρίστε 3.
  • La carta esférica (2000) Ο Ναυτικός Χάρτης
  • El oro del rey (2000) Το χρυσάφι του Βασιλιά – Αλατρίστε 4
  • La Reina del Sur (2002) Η Βασίλισσα του Νότου
  • jubón amarillo (2003) Το Κίτρινο γιλέκο – Αλατρίστε 5
  • Cabo Trafalgar (2004)
  • El pintor de batallas (2006) Ο Ζωγράφος των Μαχών
  • Corsarios de Levante (2006) Οι Πειρατές της Ανατολής – Αλατρίστε 6
  • Un día de cólera (2007)
  • Ojos azules (2009)
  • El Asedio (2010)
  • El puente de los Asesinos (2011) tr. The Bridge of the Assassins). – Αλατρίστε 7
  • El tango de la guardia vieja (2012) Το τανγκό της Παλαιάς Φρουράς
  • El francotirador paciente (2013). Η Υπομονή του Ελεύθερου Σκοπευτή.
  • Perros e Hijos de Perra (2014)
  • Hombres Buenos (2015) Καλοί άνθρωποι σε σκοτεινούς καιρούς
  • Falco’ (2016) Φαλκό
    B.M.
Posted on

Πες μου να έρθω κι όλα τ’ αφήνω…. αλλά πες μου το.

Πες μου να έρθω κι όλα τ’ αφήνω…. αλλά πες μου το – Άλμπερτ Εσπινόσα – Εκδόσεις Πατάκη._

Η υπόθεση:

Η δουλειά του Ντάνι είναι να βρίσκει παιδιά που έχουν εξαφανιστεί. Τη στιγμή που η σύντροφός του φτιάχνει τις βαλίτσες της και τον εγκαταλείπει, λαμβάνει ένα τηλεφώνημα από κάποιον πατέρα που του ζητάει απεγνωσμένα βοήθεια για να βρει το παιδί του που έχει εξαφανιστεί. Η υπόθεση θα τον οδηγήσει στο Κάπρι, στον τόπο που ξεχειλίζει από τις αναμνήσεις της παιδικής του ηλικίας από δύο ανθρώπους που του σημάδεψαν τη ζωή. Η συνάντηση με το παρελθόν θα τον αναγκάσει να αναλογιστεί τη ζωή του, τον έρωτα και όλα όσα αξίζουν στη ζωή.

Continue reading Πες μου να έρθω κι όλα τ’ αφήνω…. αλλά πες μου το.

Posted on

H Εξομολόγηση – Helene Gremillion

Όταν το έπιασα στα χέρια μου και διάβασα το οπισθόφυλλο κάτι με κέντρισε, κάτι που ίσως υπό διαφορετικές συνθήκες θα με άφηνε αδιάφορη. Πιθανά η αναφορά στο Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, τον οποίο εμμένω να μελετάω -είναι γεγονός ότι η κοινωνική ζωή στη Γαλλία τη συγκεκριμένη περίοδο δε μου ήταν πολύ γνωστή.
Άρχισα να διαβάζω λοιπόν και συντομότατα το ενδιαφέρον μου άρχισε να εντείνεται. Άλλωστε η  Καμίγη, είναι μια γυναίκα που ασχολείται με το βιβλίο (εκδότρια γαρ) στη μέση ηλικία, ανεξάρτητη και «άτσαλη» στην προσωπική της ζωή, κίνητρο ισχυρότατο για να με κάνει να «ασχοληθώ» μαζί της. Continue reading H Εξομολόγηση – Helene Gremillion